ΤΟΞΙΚΕΣ ΔΙΑΡΡΟΕΣ

Νέα ΤΟΞΙΚΗ ΔΙΑΡΡΟΗ από μεταλλείο στη Φινλανδία! Αυτή είναι η «ανάπτυξη» που μας περιμένει στη γωνία…

http://antigoldgr.org/blog/2012/11/09/talvivaara-leak/#more-19613

Διαρροή τοξικών υλικών της Ελληνικός Χρυσός 

στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης


http://www.alterthess.gr/content/diarroi-toxikon-ylikon-tis-ellinikos-hrysos-sto-limani-tis-thessalonikis


Τα (τοξικά) Τσερνόμπιλ της εξόρυξης χρυσού!
Από την Ουγγαρία ως το Ρίο Γκράντε και από τις Φιλιππίνες ως τη λατινοαμερικανική Γουιάνα ή τη μακρινή Ωκεανία.
http://www.dimokratianews.gr/content/14041/%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CF%83%CE%B5%CF%81%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B9%CE%BB-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BE%CF%8C%CF%81%CF%85%CE%BE%CE%B7%CF%82-%CF%87%CF%81%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%8D


Eşme'de siyanür tehlikesi! μεταφρασμένο άρθρο από την τουρκική ιστοσελίδα http://www.etha.com.tr/Haber/2012/08/17/yasam/esmede-siyanur-tehlikesi/
Κίνδυνος από κυάνιο στο Εσμέ
Το μεταλλείο χρυσού που λειτουργεί η Eldorado Gold στο Ουσάκ Εσμέ, συνεχίζει να απειλεί την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.
Την περασμένη Κυριακή (12 Αυγούστου), μια ομάδα εμπειρογνωμόνων που επιθεώρησε το ορυχείο διαπίστωσε ότι υπήρχε διαρροή υδροκυανίου στον αέρα, το έδαφος και το νερό.
Η ομάδα, που αποτελούνταν από τον ειδικό Δημόσιας Υγείας Καθ. Δρ Ali Osman Karababa, τον γεωλόγο μηχανικό Tahir Ongur και τον εκπρόσωπο της SOS, Ugur Sümer, επεσήμανε ότι το μεταλλείο δεν έχει φράγμα τελμάτων, και ότι μια ισχυρή μυρωδιά από αμυγδαλέλαιο υπάρχει στον αέρα – υποδεικνύοντας την παρουσία HCN (υδροκυανίου) στην περιοχή.
Η ομάδα των εμπειρογνωμόνων δήλωσε ότι «αν κάποιοι άνθρωποι αισθάνονται ένα σφίξιμο στην αναπνοή και πεπτικά προβλήματα, αυτά τα συμπτώματα θα πρέπει να σχετίζεται με την παρουσία του υδροκυανίου στην ατμόσφαιρα».
Το μεταλλείο δεν εξέδωσε προειδοποίηση
Η ομάδα των εμπειρογνωμόνων τόνισε επίσης ότι οι αρχές του μεταλλείου δεν είχαν βγάλει καμία ανακοίνωση ή προειδοποίηση ότι υδροκυάνιο είχε διαρρεύσει στην περιοχή. «Στο σχέδιο διαχείρισης που επισυνάπτεται στο έγγραφο Περιβαλλοντικής Εκτίμησης της επιχείρησης, αναφέρεται σαφώς ότι σε μια τέτοια περίπτωση, θα εκδοθεί συναγερμός στα χωριά της περιοχής, ώστε να μπορέσουν να εκκενωθούν».
Οι εμπειρογνώμονες δήλωσαν ότι οι ισχυρές βροχοπτώσεις είχαν διασπείρει τα τέλματα από τους σωρούς κατά μήκος της κοιλάδας, και ζήτησαν να γίνει ανάλυση του νερού ύδρευσης και άρδευσης στην περιοχή.
Το 2006, από τις 26 μέχρι 28 Ιουνίου, μετά από έντονες βροχοπτώσεις, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων στο Εσμέ παρουσιάστηκε στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου, με συμπτώματα δηλητηρίασης από κυανιούχα όπως ναυτία, πόνους στο κεφάλι, δυσκολία στην αναπνοή, μούδιασμα των άκρων και ρίγη.
Εκείνη την εποχή, τα δείγματα αίματος από καταγγέλλοντες που είχαν λάβει οι γιατροί της ομάδας Elele είχαν κατασχεθεί από την τοπική διοίκηση. Ωστόσο, κυάνιο εντοπίστηκε σε 9 δείγματα που αναλύθηκαν χωρίς κρατική άδεια.


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Ασφαλής άσκηση των δραστηριοτήτων εξόρυξης μεταλλευμάτων: συνοδευτικά μέτρα παρακολούθησης των πρόσφατων ατυχημάτων σε μονάδες εξόρυξης
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
1. Εισαγωγή
2. Ανασκόπηση των ατυχημάτων στις μονάδες εξόρυξης μεταλλευμάτων συνεπεία της κατάρρευσης φραγμάτων σε παγκόσμια κλίμακα
2.1. Το ατύχημα στο "Aznalcσllar"
2.2. Το ατύχημα στην περιοχή "Baia Mare"
3. Άμεσες δραστηριότητες ανάληψης έμπρακτων συνοδευτικών μέτρων
3.1. Η επιτελική μονάδα "Baia Mare"
3.2. Η έκθεση της ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ (UNEP)/(OCHA) σχετικά με τη διαρροή κυανιούχων ενώσεων στη Baia Mare/Ρουμανία
4. Το ατύχημα της "Baia Mare" από τεχνική άποψη - Περιγραφή του έργου και άντληση διδαγμάτων
4.1.1. Περιγραφή της εταιρείας
4.1.2. Περιγραφή του έργου
4.1.3. Συνθήκες διαρροής
4.1.4. Άντληση διδαγμάτων από το ατύχημα
5. Η σημερινή κατάσταση υπό το πρίσμα της υφιστάμενης κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας
5.1. Οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον και σύμβαση Espoo της ΟEΕΗΕ (Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών) (UNECE) για την εκτίμηση των διασυνοριακών περιβαλλοντικών επιπτώσεων
5.2. Οδηγία 76/464/ΕΟΚ περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας
5.3. Οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες (οδηγία Seveso II) και σύμβαση της ΟΕΕΗΕ (UNECE) για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων
5.4. Κοινοτική νομοθεσία για τη διαχείριση των αποβλήτων
5.4.1. Οδηγία 75/442/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/156/ΕΟΚ περί των αποβλήτων
5.4.2. Οδηγία 99/31/ΕΚ περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων
5.5. Οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (οδηγία ΟΠΕΡ)
6. Έμπρακτα συνοδευτικά μέτρα - Το Πρόγραμμα Δράσης
6.1. Τροποποίηση της οδηγίας Seveso II
6.2. Ανάληψη πρωτοβουλίας για τη διαχείριση των αποβλήτων από τις δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων
6.4. Συνδρομή του έργου της Επιτελικής Ομάδας Baia Mare
1. Εισαγωγή
Η ρύπανση του Δούναβη που προκλήθηκε από τη διαρροή κυανιούχων ενώσεων, συνεπεία της ρήξης του φράγματος που συγκρατούσε τη δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων στην Baia Mare της Ρουμανίας καθώς και το ατύχημα που συνέβη το 1998 στην περιοχή του Aznalcσllar της Ισπανίας, όταν η ρήξη ενός ανάλογου φράγματος είχε ως αποτέλεσμα οι δηλητηριώδεις ουσίες να καταστρέψουν το περιβάλλον του εθνικού δρυμού Coto Doρana βοήθησαν σε δραματικό βαθμό να ενισχυθεί η συνειδητοποίηση από την πλευρά του κοινού σχετικά με τους κινδύνους που ενέχουν οι δραστηριότητες της μεταλλευτικής βιομηχανίας στα θέματα του περιβάλλοντος και της ασφάλειας.
Όπως απέδειξε το ατύχημα της Baia Mare, στην περιοχή γύρω από τη συγκεκριμένη μονάδα εκμετάλλευσης, το επίπεδο των γνώσεων αλλά και η κατανόηση του κοινού για τους κινδύνους που περικλείουν τόσο οι μεταλλευτικές, όσο και οι άλλες συναφείς βιομηχανίες διαδικασίες είναι εξαιρετικά χαμηλό. Όπως απέδειξε επίσης το ατύχημα, η επικοινωνία στα διάφορα επίπεδα μεταξύ των διαφόρων αρχών, καθώς και μεταξύ των αρχών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) και του κοινού, στο θέμα της προετοιμασίας και της αντιμετώπισης των κατεπειγόντων περιστατικών, και των εναλλακτικών επιλογών και δυνατοτήτων προληπτικής αντιμετώπισης των ζημιών είναι ανεπαρκής.
Τα ατυχήματα αυτά έθεσαν εξάλλου το ερώτημα της αποτελεσματικότητας των κοινοτικών πολιτικών, για την αποτροπή ανάλογων καταστροφών. Τα ατυχήματα τόνισαν επίσης την ανάγκη επανεξέτασης της περιβαλλοντικής πολιτικής στον τομέα αυτό.
Η Επιτροπή είχε ήδη καθορίσει την πολιτική της στα θέματα της προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης στη μη ενεργειακή εξορυκτική βιομηχανία της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του βιομηχανικού κλάδου εξόρυξης μεταλλευμάτων, στην ανακοίνωσή της της 3ης Μαΐου 2000 [1]. Αντικειμενικός στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι η πληροφόρηση σχετικά με τα βήματα που προτίθεται να λάβει η Επιτροπή, στο πλαίσιο των συνοδευτικών μέτρων παρακολούθησης των πρόσφατων ατυχημάτων στον εξορυκτικό τομέα, όπως ήδη είχε εξαγγελθεί στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2000 με τίτλο «Για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης στην μη ενεργειακή εξορυκτική βιομηχανία της ΕΕ». Η ανακοίνωση αυτή καταρτίστηκε σε στενή συνεργασία με την επιτελική ομάδα της Baia Mare (βλ. κεφάλαιο 3.1.). Όσον αφορά τα πραγματικά δεδομένα του ατυχήματος στη Baia Mare, το παρόν έγγραφο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην έκθεση της ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ [2] που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2000 (βλέπε τμήμα 3.2).
[1] COM(2000) 265 τελικό, 3.5.2000.
[2] Cyanide spill at Baia Mare Romania, UNEP/OCHA assessment mission, Μάρτιος 2000
2. Ανασκόπηση των ατυχημάτων στις μονάδες εξόρυξης μεταλλευμάτων συνεπεία της κατάρρευσης φραγμάτων σε παγκόσμια κλίμακα
Μια σειρά ατυχημάτων έπληξε τον τομέα των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα, τη τελευταία δεκαετία. Το 1992, η διάρρηξη του φράγματος στα ορυχεία χρυσού του Summitville στο Κολοράντο των ΗΠΑ προκάλεσε τον πλήρη αφανισμό της υδρόβιας ζωής σε έκταση 25 km επί του ποταμού Alamosa. Το 1993, μεγάλος όγκος λάσπης και μπάζας έθαψε έναν οικισμό χρυσωρύχων στον Ισημερινό, προκαλώντας το θάνατο 24 ατόμων. Ένα παρόμοιο ατύχημα που συνέβη το 1994 στο ορυχείο Harmony της Νότιας Αφρικής είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 17 ατόμων και την καταστροφή 80 σπιτιών. Ο όγκος των 2,5 εκατ. κυβικών μέτρων από τα λύματα των κυανιούχων ενώσεων που διέρρευσε το 1995 από το χρυσωρυχείο του Omai στη Γουιάνα προκάλεσε τη μόλυνση του ποταμού Essequibo, με αποτέλεσμα να αφανισθεί η ζωή των υδρόβιων οργανισμών σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το 1996, στη νήσο Marinduque των Φιλιππίνων, ποσότητα 3 εκατ. τόνων δηλητηριώδους ιλύος που προερχόταν από ένα ορυχείο χαλκού διέρρευσε στον ποταμό Boac, πλημμυρίζοντας 20 χωριά.
Ενώ τα ατυχήματα που περιγράφηκαν προηγουμένως έγιναν σε εξωευρωπαϊκές χώρες, τα δύο πρόσφατα ατυχήματα στο χώρο των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων που έγιναν στην Ευρώπη έθεσαν στο προσκήνιο το θέμα της ασφαλούς εξάσκησης των δραστηριοτήτων εξόρυξης μεταλλευμάτων στα κράτη μέλη της ΕΕ αλλά και στις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες θέτοντας ταυτόχρονα το ζήτημα της επάρκειας των συναφών ρυθμίσεων της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτό.
2.1. Το ατύχημα στο "Aznalcσllar" [3]
[3] Ορισμένα από τα πραγματικά στοιχεία έχουν ληφθεί από την ανάλυση του World Wildlife Fund (Ταμείο για την Παγκόσμια Άγρια Ζωή) και από την αξιολόγηση που έκανε σχετικά με τις δραστηριότητες καθαρισμού των τοξικών ουσιών που διέρρευσαν στον ποταμό Guadiamar (1998).
Το ατύχημα αυτό συνέβη στις 25 Απριλίου 1998 στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης Boliden-Apirsa η οποία εκμεταλλευόταν ένα ορυχείο στην περιοχή του Aznalcσllar. Η Boliden-Apirsa είχε αγοράσει το ορυχείο το 1987, ενώ η εκμετάλλευση του ορυχείου συνεχιζόταν ήδη επί πολύ μεγάλο αριθμό ετών.
Το ορυχείο παράγει συμπυκνώματα ψευδαργύρου, αργύρου, μολύβδου και χαλκού από τα κοιτάσματα πυριτίου. Το κοίτασμα του πυριτίου, το οποίο επίσης περιλαμβάνει αρσενικό, κάδμιο, θάλλιο καθώς και άλλα μέταλλα, σε χαμηλότερο βαθμό συγκέντρωσης, διασπάζεται στις εγκαταστάσεις της μονάδας και αλέθεται σε σχετικά λεπτούς κόκκους. Στη συνέχεια διαχωρίζονται τα διάφορα μέταλλα από αυτό το σχετικά λεπτόκοκκο κοίτασμα, με τη βοήθεια μιας διαδικασίας επίπλευσης, στο πλαίσιο της οποίας χρησιμοποιείται το νερό, στο οποίο προστίθενται ως καταλύτες ουσίες διοξείδιο του θείου (SO2), υδροξείδιο του ασβεστίου (Ca(OH)2), πενταϋδρίτης θειικός χαλκός και μια οργανική ένωση, για να ενισχυθεί η επίπλευση.
Κατά τη χρονική στιγμή της επέλευσης του ατυχήματος, τα απορρίμματα (τα απόβλητα που προκύπτουν από την προαναφερόμενη παραγωγική διαδικασία) απορρίπτονταν σε μια τεχνητή δεξαμενή (δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων). Πρόκειται για κοινή μέθοδο που εφαρμόζεται για τη διαχείριση και διάθεση αυτού του τύπου αποβλήτων. Η δεξαμενή κάλυπτε επιφάνεια σχεδόν 1,5 km2 και περιέκλειε, κατά τη χρονική στιγμή επέλευσης του ατυχήματος, ποσότητα περίπου 31 εκατ. τόνων λασπολυμάτων. Στην τριγύρω περιοχή είχε ανεγερθεί ένα φράγμα για να συγκρατεί τα απορρίμματα. Το φράγμα αυξανόταν σε τακτικά διαστήματα, στο βαθμό που γινόταν η προσθήκη και άλλων ποσοτήτων απορριμμάτων. Το κύριο υλικό που είχε χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση του φράγματος προερχόταν από τις ίδιες τις μεταλλευτικές δραστηριότητες.
Τη νύχτα μεταξύ της 24ης και 25ης Απριλίου 1998, το φράγμα που περιέβαλε τη δεξαμενή υπέστη ρήγμα σε έκταση περίπου 50 m. Ποσότητα σχεδόν 3 εκατομμυρίων m3 λασπολυμάτων και 4 εκατομμυρίων m3 όξινων υδάτων διέρρευσε στο χώρο γύρω από το φράγμα, με αποτέλεσμα τη ρύπανση έκτασης περίπου 4.500 εκταρίων γης στα όρια του εθνικού δρυμού του Coto Doρana και διέρρευσε επίσης στον ποταμό Guadiamar. Το μεγαλύτερο μέρος των λασπολυμάτων παρέμεινε στην εγγύτερη περιοχή της δεξαμενής, στην οποία συγκεντρώθηκαν επιχωματώσεις ιλύος πάχους μέχρι και 2 μέτρων. Το πάχος των επιχωματώσεων αυτών μειωνόταν προοδευτικά, με μεγάλα τμήματα των μολυσμένων εκτάσεων να καλύπτονται από στρώμα πάχους περίπου 20 cm, το οποίο στη συνέχεια υποχωρούσε εμφανίζοντας κάλυψη ολίγων χιλιοστών. Η διαρροή δεν προκάλεσε ζημιές σε ανθρώπους.
Οι τοπικές, οι επαρχιακές και περιφερειακές αρχές καθώς και ο φορέας εκμετάλλευσης του ορυχείου έλαβαν αμέσως κατεπείγοντα μέτρα για τη συγκράτηση των λασπολυμάτων και της διαρροής των νερών και ιδίως για την προστασία του φυσικού δρυμού του Coto Doρana. Οι εργασίες καθαρισμού συνεχίστηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος του 1998, ενώ έγιναν για άλλη μια φορά πρόσθετες εργασίες καθαρισμού ορισμένων περιοχών μέσα στο 1999. Τα λασπολύματα και οι μολυσμένες εκτάσεις γης μεταφέρθηκαν και απορρίφθηκαν σε ένα παλαιότερο όρυγμα του ορυχείου του Aznalcσllar, στο βόρειο τμήμα της δεξαμενής υποδοχής των απορριμμάτων. Η δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων διέρχεται τη στιγμή αυτή από τη φάση του παροπλισμού. Συνεπεία της αδείας που χορηγήθηκε από την περιφερειακή κυβέρνηση της Ανδαλουσίας, οι εργασίες εξόρυξης μεταλλευμάτων άρχισαν και πάλι το 1999, χρησιμοποιώντας προσωρινά το παλαιό ορυχείο του Aznalcσllar για τη διάθεση των απορριμμάτων.
2.2. Το ατύχημα στην περιοχή "Baia Mare"
Στις 30 Ιανουαρίου το 2000 το φράγμα στο χυτήριο Aurul του ορυχείου εξόρυξης χρυσού της "Baia Mare" στην τοποθεσία Sasar της Ρουμανίας κατέρρευσε. Μια ποσότητα υπολογιζόμενη σε 100.000 m3 λάσπης και λυμάτων με φορτίο 126 mg/λίτρο κυανιούχων ενώσεων εισέρευσε μέσω των διωρύγων αποχέτευσης στον ποταμό Lapus, παραπόταμο του ποταμού Somes (Szamos) και από εκεί εισέδυσε στον ποταμό Tisza και στη συνέχεια στο Δούναβη, σε ένα σημείο πάνω από το Βελιγράδι με τελική απόληξη τη Μαύρη Θάλασσα. Η εντονότατη διασυνοριακή ρύπανση περιέκλειε τη δυνατότητα να έχει σοβαρότατο αρνητικό αντίκτυπο στη βιολογική ποικιλία, τα οικοσυστήματα των ποταμών, την τροφοδοσία των περιοχών με πόσιμο νερό και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαβίωσης του τοπικού πληθυσμού.
Η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας προχώρησαν στη συλλογή δειγμάτων και την ανάλυσή τους. Όπως έδειξαν οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν την 1η Φεβρουαρίου 2000 στην περιοχή Satu Mare επί του Somes, ο ανώτατος βαθμός συγκέντρωσης των κυανιούχων ενώσεων ανερχόταν, σύμφωνα με τα στοιχεία των εκθέσεων, σε 7,8 mg/λίτρο (σε σύγκριση με ανώτατες οριακές τιμές 0,01 mg/λίτρο) για τα επιφανειακά ύδατα. Το κύμα των μολυσμένων ουσιών έκτασης 30-40 χιλιομέτρων αφάνισε τη χλωρίδα και την πανίδα στο κεντρικό τμήμα του ποταμού Tisza, προκαλώντας ζημίες εκατοντάδων χιλιάδων EUR, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις. Τα ίχνη που άφησε η κηλίδα των κυανιούχων ενώσεων μπορούσαν να μετρηθούν στο δέλτα του Δούναβη, 4 εβδομάδες αργότερα και σε απόσταση 2000 km από την πηγή της διαρροής.
Σε μεγάλο μέρος του συστήματος των ποταμών μέχρι την εκβολή του Tisza στο Δούναβη μπορούσε κανείς να παρατηρήσει τα έντονα αποτελέσματα που είναι χαρακτηριστικά για τις ενώσεις του κυανίου: το φυτικό και το ζωικό πλαγκτόν εκμηδενίστηκαν τη στιγμή της διέλευσης της υδάτινης κηλίδας των κυανιούχων ενώσεων και σκοτώθηκαν τα ψάρια που βρέθηκαν στην περιοχή της κηλίδας ή αμέσως μετά τη διέλευσή της. Από τις εκτιμήσεις που έδωσαν οι ουγγρικές αρχές, η συνολική ποσότητα τω ψαριών που σκοτώθηκαν υπερβαίνει τους 1000 τόνους, ενώ οι ρουμανικές αρχές γνωστοποίησαν ότι η ποσότητα των νεκρών ψαριών που είχε αναφερθεί ήταν εξαιρετικά μικρή. Σύμφωνα με τα στοιχεία των γιουγκοσλαβικών αρχών, ένα μεγάλο μέρος των νεκρών ψαριών εμφανίστηκε στο γιουγκοσλαβικό μέρος του ποταμού Tisza. Δεν αναφέρθηκαν περιστατικά σημαντικής εξολόθρευσης των ψαριών στην έκταση του Δούναβη. Οι υδρόβιοι μικροοργανισμοί ανέκαμψαν με ταχύτατους ρυθμούς, ευθύς μετά από την διέλευση της κηλίδας με τις κυανιούχες ενώσεις. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα για την βιοποικιλία θα χρειαστεί να αποδειχθούν από περαιτέρω αναλύσεις. Οι εμπειρογνώμονες στα θέματα του περιβάλλοντος φοβούνται ότι ορισμένα σπάνια και μοναδικά είδη χλωρίδας και πανίδας διατρέχουν σημαντικό κίνδυνο. Ο κίνδυνος αυτός ελλοχεύει για παράδειγμα για τους πέντε ψαραετούς που ζουν στον εθνικό δρυμό του Hortobagy στην Ουγγαρία. Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η ακριβής ζημία που προκλήθηκε από το ατύχημα, καθώς ο ποταμός είχε ήδη υποστεί τη μακροπρόθεσμη χρόνια ρύπανση που προκαλείται από τις δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων στην περιοχή αυτή.
Η έγκαιρη ανταλλαγή των πληροφοριών και τα προληπτικά μέτρα που έλαβαν οι ρουμανικές, ουγγρικές και γιουγκοσλαβικές αρχές, συμπεριλαμβανομένου του προσωρινού κλεισίματος του φράγματος στη λίμνη του Tisza, μετρίασαν και περιόρισαν τον κίνδυνο και τις επιπτώσεις της διαρροής. Η υδροδότηση των δύο μεγαλύτερων πόλεων κατά μήκος του ποταμού Tisza, του Szolnok (με 120.000 κατοίκους) και του Szeged (με 206.000 κατοίκους) δεν κινδύνευσε, λόγω των άμεσων μέτρων που έλαβαν οι τοπικές αρχές.
Τα χωριά κοντά στον τόπο του ατυχήματος τροφοδοτήθηκαν από εναλλακτικές πηγές ύδρευσης, αλλά δεν ενημερώθηκαν αρκετά έγκαιρα σχετικά με τη διαρροή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς. Δεν επηρεάστηκε η υδροδότηση με πόσιμο νερό στο κάτω σκέλος του ποταμού, λόγω της χρήσης εναλλακτικών πηγών και φρεατίων σε μεγάλο βάθος. Κατά συνέπεια, οι άμεσοι κίνδυνοι από αυτή την πηγή διαρροής για την ανθρώπινη υγεία φαίνεται να ήταν ελάχιστοι. Όμως, είναι πιθανόν να υπάρξουν χρόνιες επιπτώσεις για την υγεία, εξ αιτίας της μακροπρόθεσμης ρύπανσης από τα βαρέα μέταλλα.
Η διαρροή έπληξε μια περιοχή, η οποία έχει ήδη μολυνθεί από τα βαρέα μέταλλα. Αυτό οφείλεται στη μακραίωνη παράδοση των διαδικασιών εξόρυξης ορυκτών και επεξεργασίας μετάλλων. Τα μέρη στο άνω τμήμα των ποταμών που παρέμειναν ανεπηρέαστα από αυτή την ειδικότερη διαρροή ενεφάνιζαν επίσης υψηλή περιεκτικότητα σε ορισμένα βαρέα μέταλλα. Το ατύχημα συνέβη λοιπόν σε μια περιοχή που αριθμεί ορισμένες μονάδες, οι οποίες συντηρούνται και λειτουργούν ανεπαρκώς και δεξαμενές διαχωρισμού που περιέχουν ενώσεις κυανίου και/ή βαρέα μέταλλα, πολλές από τις οποίες εμφανίζουν συνεχείς διαρροές. Είναι πιθανόν η ρύπανση των επιφανειακών και υπογείων υδάτων, καθώς και των εδαφών, εξ αιτίας της συνεχιζόμενης διαρροής ή της επέλευσης σοβαρότατων ατυχημάτων να συντελεσθεί και να επανεμφανιστεί.
3. Άμεσες δραστηριότητες ανάληψης έμπρακτων συνοδευτικών μέτρων
Έπειτα από τη προκαταρκτική εξέταση των συνεπειών που είχε το ατύχημα στην περιοχή της "Baia Mare" κρίθηκε αναγκαία η λήψη των εξής μέτρων, προς αντιμετώπιση του συνεχιζόμενου κινδύνου ρύπανσης από τις δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων:
-Της συγκρότησης μιας διεθνούς επιτελικής ομάδας, υπό την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
-Της παροχής άμεσης τεχνικής βοήθειας στις ουγγρικές και στις ρουμανικές αρχές
-Της αξιολόγησης των αναγκών χορήγησης χρηματοοικονομικής υποστήριξης, με βάση την εκτίμηση των ζημιών και τη σκιαγράφηση των έργων αποκατάστασης
-Της ενίσχυσης του δυναμικού προστασίας των πολιτών της ΕΕ
-Της επέκτασης της εκπονούμενης μελέτης της Επιτροπής για τα ζέοντα περιβαλλοντικά προβλήματα της βιομηχανίας εξόρυξης μεταλλευμάτων, για να συμπεριληφθούν και οι υποψήφιες χώρες
-Της επανεξέτασης και της πιθανής αναπροσαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας της ΕΕ
-Της επιτάχυνσης των διεργασιών προπαρασκευής της νομοθεσίας για την περιβαλλοντική ευθύνη.
Η Επιτροπή βρίσκεται εξάλλου σήμερα στη φάση της συλλογής πληροφοριών από τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και από τις χώρες που είναι υποψήφιες να προσχωρήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τον αριθμό, την τοποθεσία και το δυναμικό την εγκαταστάσεων που προβαίνουν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων των θειούχων ενώσεων και στην επεξεργασία των ορυκτών που περιέχουν χρυσό, χρησιμοποιώντας στη διαδικασία αυτή τις κυανιούχες ενώσεις. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να διερευνηθεί κατά πόσο οι δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων που χρησιμοποιούνται στις εγκαταστάσεις αυτές διαχειρίζονται με τον ορθό τρόπο ή εάν προκαλούν περιβαλλοντικούς κινδύνους, μέσω της χρόνιας ρύπανσης και/ή με την ύπαρξη υψηλού κινδύνου αποτυχίας των μέτρων.
3.1. Η επιτελική μονάδα "Baia Mare"
Επικεφαλής της επιτελικής αυτής ομάδας είναι ο εκπρόσωπος που διορίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα έξι μέλη της είναι υπάλληλοι ανωτάτου επιπέδου της Επιτροπής της ΕΕ και διεθνών, περιφερειακών και εθνικών οργανισμών προστασίας του περιβάλλοντος. Η γραμματεία της επιτελικής ομάδας είναι στη Βιέννη, στα γραφεία της επιτροπής προστασίας του ποταμού Δούναβη.
Η επιτελική ομάδα είναι επιφορτισμένη με την αποστολή να διακριβώσει τί ακριβώς έγινε, να εκτιμήσει τις ζημίες και να προτείνει τη λήψη μέτρων προς αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων. Η επιτροπή θα προτείνει επίσης τη λήψη μέτρων για να ενημερωθεί πλήρως το κοινό σχετικά με την κατάσταση αυτή. Για να αποτραπεί κάθε άλλο παρόμοιο ατύχημα στο μέλλον, η επιτελική ομάδα θα εντοπίσει τα πιθανά ζέοντα σημεία στη λεκάνη του ποταμού Δούναβη και θα υποβάλει αντίστοιχες συστάσεις για τον περιορισμό των κινδύνων.
Η πρώτη συνεδρίαση της επιτελικής ομάδας έγινε το Μάρτιο 2000 στις Βρυξέλλες, στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, η επιτελική ομάδα συμφώνησε σχετικά με τις πρακτικές επιπτώσεις που συνεπάγεται η εντολή της:
-Να διαπιστώσει τί πραγματικά συνέβη και να αναγνωρίσει τα αίτια των διαρροών, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.
-Να αξιολογήσει τις ζημίες και να προτείνει τη λήψη μέτρων προς αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων. Η επιτελική ομάδα θα υιοθετήσει τη μακροπρόθεσμη άποψη σχετικά με τα αναγκαία μέτρα που πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή προς αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας των θιγόμενων περιοχών. Δεν της επιτρέπεται να εμπλακεί σε οποιαδήποτε διαδικασία εξέτασης του ενδεχόμενου καταβολής «αποζημιώσεων», υπό τη μορφή αυτή.
-Να μεριμνήσει για την ενημέρωση του κοινού, ακολουθώντας τη διττή διαδικασία επικοινωνίας, μέσω της συνεργασίας με τις καθιερωμένες και αναγνωρισμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ).
-Να εντοπίσει οποιαδήποτε άλλα «ζέοντα προβλήματα» που αντιμετωπίζουν οι βιομηχανίες μεταλλευμάτων και εξόρυξης.
-Να κάνει υποδείξεις για τον περιορισμό των περαιτέρω κινδύνων και, στην περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο, να διατυπώσει συστάσεις κατά πόσο (κατά τη γνώμη των μελών της επιτελικής ομάδας) το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο είναι επαρκές.
Η έκθεση των ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ (UNEP)/(OCHA), στην οποία παρατίθενται τα πορίσματα των επιτόπιων εξετάσεων εξετάσθηκε από την επιτελική ομάδα, κατά τη δεύτερη συνεδρίασή της η οποία πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο 2000. Η επιτελική ομάδα πραγματοποίησε μέχρι σήμερα έξι συνεδριάσεις.
Ανταποκρινόμενη σε ένα μέρος της εντολής της, η επιτελική ομάδα δημοσίευσε τον Αναλυτικό κατάλογο των χώρων υψηλού κινδύνου στους βιομηχανικούς κλάδους της εξόρυξης μεταλλευμάτων, των εξορυκτικών εργασιών και της επεξεργασίας κοιτασμάτων στη λεκάνη του ποταμού Tizsa (http://europa.eu.int/comm/environment/enlarg/home.htm).
Η τελική έκθεση της επιτελικής ομάδας θα δοθεί στο κοινό στα τέλη του 2000. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία εξόρυξης μεταλλευμάτων προσφέρθηκε να βοηθήσει την επιτελική ομάδα.
3.2. Η έκθεση της ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ (UNEP)/(OCHA) σχετικά με τη διαρροή κυανιούχων ενώσεων στη Baia Mare/Ρουμανία
Έπειτα από τα αιτήματα που υπέβαλαν οι κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) και συνεπεία των διαβουλεύσεων που πραγματοποιήθηκαν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς και με την Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για τον συντονισμό των ανθρωπιστικών υποθέσεων (ΥΗΕΣΑΥ) (OCHA), τον εκτελεστικό διευθυντή του προγράμματος για το περιβάλλον των Ηνωμένων Εθνών (ΠΠΗΕ) (UNEP) στις 18 Φεβρουαρίου του 2000 ανακοινώθηκε ότι θα στελλόταν μια ομάδα διεθνών εμπειρογνωμόνων στην πληγείσα περιοχή, με εντολή να διεξαγάγει επιστημονικές αναλύσεις για τις περιβαλλοντικές ζημίες που προκλήθηκαν από τις διαρροές.
Η αποστολή αυτή αποτέλεσε κοινό έργο των ΠΠΗΕ και ΥΗΕΣΑΥ, την οργανωτική ευθύνη του οποίου είχε η μικτή περιβαλλοντική μονάδα των ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ με επικεφαλής τον διευθυντή της περιφερειακής υπηρεσίας του ΠΠΗΕ για την Ευρώπη. Τα βασικά καθήκοντα που της ανατέθηκαν συμπεριλάμβαναν την ανεξάρτητη, αλλά και επιστημονική περιγραφή της διαρροής, της κατάστασης και των περιστατικών που την προκάλεσαν, την περισυλλογή και επανεξέταση των στοιχείων σε συνάρτηση με τη διαρροή και των περιβαλλοντικών της επιπτώσεων και την προετοιμασία των συστάσεων που θα υποβάλλονταν για τη λήψη μέτρων και την προληπτική αντιμετώπιση των περιστατικών στο μέλλον.
Η αποστολή αυτή αποτέλεσε χρήσιμο παράδειγμα για τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων οργανισμών και το ταχύρυθμο έργο της αξιολόγησης με τη συμμετοχή πολυάριθμων εμπλεκόμενων επιστημονικών κλάδων. Η αποστολή ήταν περιορισμένη στο εύρος, το πεδίο εφαρμογής και τη χρονική περίοδο εκτέλεσής της, με αποτέλεσμα να μην έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να δώσει την πλήρη επισκόπηση της κατεπείγουσας κατάστασης και των επιπτώσεών της. Εκείνο που κατά κύριο λόγο αντιπροσώπευε, ήταν η περιβαλλοντική συμβολή στο έργο των διεθνών ερευνών και της επανεξέτασης, μεταξύ άλλων, από την επιτελική ομάδα για τη Baia Mare.
Η αποστολή αυτή που διήρκησε από τις 23 Φεβρουαρίου έως τις 6 Μαρτίου 2000, συνδύασε τα καθήκοντα της δειγματοληψίας, των αναλύσεων, της πραγματοποίησης συνεντεύξεων με τους αρμόδιους εθνικούς και τοπικούς εμπειρογνώμονες, αλλά και της διεξαγωγής των διαβουλεύσεων με τις εθνικές αρχές, το θιγόμενο πληθυσμό και τις τοπικές μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ).
Μέσα σε βραχύτατο χρονικό διάστημα επελέγησαν εμπειρογνώμονες από επτά χώρες (την Αυστρία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και την Ελβετία) με αποστολή να ταξιδεύσουν στις πληγείσες περιοχές. Το φάσμα των ειδικών προσόντων των εμπειρογνωμόνων που συμμετείχαν στην ομάδα κάλυπτε τους τομείς της χημείας, της οικο-τοξικολογίας, της βιολογίας, των μηχανολογικών εφαρμογών παραγωγής και των έργων φραγμάτων πολιτικού μηχανικού.
Τα μέλη της ομάδας συναντήθηκαν στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας και στη συνέχεια ταξίδευσαν στην τοποθεσία όπου προκλήθηκε το ρήγμα στη Baia Mare, πριν διασχίσουν τα σύνορα και περάσουν στην Ουγγαρία, ακολουθώντας τον ρου του συστήματος των ποταμών μέχρι τα σύνορα της ΟΔΓ. Τέλος, συγκεντρώθηκαν δείγματα κατά μήκος του Δούναβη στην ΟΔΓ. Το έργο της αποστολής διαχωρίστηκε σε επτά καίριους τομείς ερευνών:
-Το έργο της κατασκευής του φράγματος και τις μεθόδους διαχείρισης, για να γίνει κατανοητό πώς επήλθε το ρήγμα
-Τα συστήματα σχεδιασμού για την αντιμετώπιση κατεπειγόντων περιστατικών και την έγκαιρη προειδοποίηση
-Τις επιπτώσεις στα θέματα της ύδρευσης με πόσιμο νερό για εκείνους τους δήμους και κοινότητες, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεαστούν από τη μόλυνση των πηγών των υπογείων υδάτων και του κοινόχρηστου συστήματος τροφοδοσίας με πόσιμο νερό
-Την ποιότητα των επιφανειακών υδάτων, τομέα που συμπεριλαμβάνει τις χημικές, βιολογικές και οικο-τοξικολογικές επιπτώσεις
-Τις επιπτώσεις για τα ιζήματα και το έδαφος, ιδίως μάλιστα σε συνάρτηση με την έκλυση βαρέων μετάλλων
-Τις μεθόδους περισυλλογής των δειγμάτων και πραγματοποίησης των αναλύσεων που εφάρμοσαν οι διάφορες τοπικές και εθνικές αρχές, με στόχο την εξέταση των πιθανών αντιφατικών αποκλίσεων κατά τη μέτρηση της μόλυνσης
-Τη διεξαγωγή συνεντεύξεων και την πραγματοποίηση επαφών με τις τοπικές αρχές, τις ΜΚΟ και τους εκπροσώπους του πληθυσμού, για να εκτιμηθούν οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, καθώς και οι επιπτώσεις των διαρροών.
Η έκθεση της αποστολής αξιολόγησης των ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ δημοσιεύθηκε στα τέλη Μαρτίου 2000 και μπορεί να μεταγραφεί από την ιστοθέση: http://www.natural-resources.org/environment/BaiaMare/index.htm).
4. Το ατύχημα της "Baia Mare" από τεχνική άποψη - Περιγραφή του έργου και άντληση διδαγμάτων
Στο κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνεται η περιγραφή της εταιρείας και του έργου. Χωρίς να προδικαστούν τα πορίσματα της επιτελικής ομάδας για τη Baia Mare, εντοπίζονται οι πιθανότεροι λόγοι που οδήγησαν στη διαρροή των κυανιούχων ενώσεων καθώς και τα πιθανά διδάγματα που είναι δυνατόν να αντληθούν από το ατύχημα.
4.1.1. Περιγραφή της εταιρείας
Η εταιρεία που εκμεταλλευόταν την μονάδα επεξεργασίας των εξαντλημένων απορριμμάτων των εργασιών εξόρυξης μεταλλευμάτων στην τοποθεσία της Baia Mare, στη Ρουμανία, φέρει την ονομασία Aurul S.A. Πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, η οποία είναι κατά κύριο λόγο ιδιοκτησία της Esmeralda Exploration Limited της Αυστραλίας (σε ποσοστό 50%) και της εταιρείας Remin (κρατικής ρουμανικής ιδιοκτησίας) (σε ποσοστό 44.8%). Η Esmeralda είναι εταιρεία μικρού μεγέθους η οποία τη στιγμή αυτή ασκεί τις δραστηριότητές της μόνο σε αυτή τη μονάδα της Baia Mare. Έπειτα από το ατύχημα, η Esmeralda τέθηκε από το καθεστώς της αναγκαστικής διαχείρισης.
4.1.2. Περιγραφή του έργου
Η παλαιότερη παραγωγή κοιτασμάτων μετάλλου στην περιοχή της Baia Mare από την εταιρεία Remin είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη τεράστιων ποσοτήτων απορριμμάτων με χαμηλή περιεκτικότητα σε χρυσό και άργυρο. Τα φράγματα αυτά περιορίζουν την περαιτέρω αστική ανάπτυξη της πόλης και αποτελούν επίσης την αιτία της πρόκλησης σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων. Οι σωροί των απορριμμάτων βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης και ρύπαιναν τόσο τα επιφανειακά, όσο και τα υπόγεια ύδατα, ενώ προκαλούσαν επίσης τη δημιουργία χαμηλών σύννεφων σκόνης - ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Το έργο δημιουργήθηκε, ως εκ τούτου, με σκοπό τον καθαρισμό των χώρων, με τη δημοσίευση της σχετικής διεθνούς προκήρυξης προς υποβολή προσφορών.
Προορισμός του "Σχεδίου επανεπεξεργασίας των απορριμμάτων της Baia Mare" ήταν η επεξεργασία 2.500.000 τόνων/έτος από τους σωρούς των απορριμμάτων που είχαν απομείνει από τις εξορυκτικές δραστηριότητες κατά το παρελθόν. Για να είναι διαθέσιμες οι ποσότητες αυτές για τη διαδικασία έκπλυσης του χρυσού, οι σωροί ραντίζονταν με πίδακες νερού, ούτως ώστε ο υδαρής γεωπολτός να μπορεί να διοχετεύεται με αντλίες σε ένα συμπυκνωτή. Από εκεί, ο υδαρής γεωπολτός διοχετευόταν στην εγκατάσταση σύνθλιψης με τριβείς, κυρίως για να λειαίνεται η επιφάνεια, κατά τρόπο ώστε η κυανίωση να είναι αποτελεσματικότερη. Το λεπτό στρώμα του γεωπολτού από το κοίτασμα και το νερό εισερχόταν κατόπιν στην αποκαλούμενη μονάδα ενανθρακωμένου πολτού (Carbon-in-Pulp (CIP)).
Τα κατάλοιπα από τη διαδικασία CIP διοχετεύονταν με αντλίες από τη μονάδα στη δεξαμενή υποδοχής των λυμάτων που βρίσκεται 7 χιλιόμετρα περίπου νοτίως της τοποθεσίας Baia Mare στην περιοχή του χωριού Sasar. Πριν ξεκινήσει η διαδικασία της εκμετάλλευσης, κατασκευάστηκε μια νέα δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων έκτασης 96 εκταρίων με την ανύψωση φραγμάτων από επιχωματώσεις ο πυθμένας των οποίων περιβαλλόταν από προστατευτική στεγανή μεμβράνη. Η κατασκευή απαρτιζόταν από το εσωτερικό ανάχωμα και από ένα εξωτερικό ανάχωμα, μικρότερου ύψους. Προορισμός του εξωτερικού αναχώματος δεν ήταν η περισυλλογή του νερού των διαρροών, αλλά πολύ περισσότερο η περισυλλογή των διασταλαζόντων αποπλυμάτων και του νερού της βροχής που εκβράζονταν από το εσωτερικό ανάχωμα.
Ευθύς μόλις άρχισαν οι εργασίες λειτουργίας, το χονδρόκοκκο σκέλος των απορριμμάτων χρησιμοποιήθηκε για να συνεχιστεί η κατασκευή του φράγματος. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκε μια σειρά διατάξεων φυγοκεντρισμού του νερού, παραταγμένη κατά μήκος της κορυφής του φράγματος των απορριμμάτων. Το λεπτόκοκκο μέρος των απορριμμάτων, μαζί με το νερό που είχε χρησιμοποιηθεί διοχετεύονταν στη δεξαμενή υποδοχής των λυμάτων κάτω από το φράγμα. Μόλις είχε συντελεστεί η καθίζηση του υδαρούς γεωπολτού στον πυθμένα, το νερό της μετάγγισης ανακυκλωνόταν και διοχετευόταν εκ νέου στη διαδικασία της έκπλυσης, με στόχο την ελαχιστοποίηση της συνολικής χρήσης κυανιούχων ενώσεων στη διαδικασία.
>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>
Γραφική παράσταση 1. Εγκάρσια διατομή της δεξαμενής υποδοχής απορριμμάτων (Freeboard: Ελεύθερο ύψος στάθμης ; Beach: Ακτή)
Συνοψίζοντας, η δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων επιτελούσε, από ορισμένες απόψεις, παρόμοιο ρόλο με το σωρό των μεταλλευμάτων ή τη χωματερή, όπου απορρίπτεται το κονιοποιημένο μετάλλευμα. Μόλις η δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων είχε φτάσει στο τελικό της σχήμα και όγκο, το απομένον νερό θα απομακρυνόταν με άντληση ή θα εξατμιζόταν.
4.1.3. Συνθήκες διαρροής
Υπό την επίδραση των ακραίων καιρικών συνθηκών (πάγος και χιόνι κάλυπταν τη δεξαμενή των απορριμμάτων, μεγάλο ύψος βροχοπτώσεων - 36 l/m2), τα απορρίμματα που είχαν εναποτεθεί στο εσωτερικό ανάχωμα διαποτίστηκαν από το νερό. Η σταθερότητά τους επηρεάστηκε, πράγμα που προκάλεσε την επιτόπια μετακίνησή τους και είχε ως συνέπεια την πρόκληση ρήγματος περίπου 23 m. Το νερό που διοχετεύθηκε από το ρήγμα πλημμύρισε την περιοχή μεταξύ των δύο αναχωμάτων και διέφυγε με υπερεκχείλιση του εξωτερικού αναχώματος.
4.1.4. Άντληση διδαγμάτων από το ατύχημα
Εκείνο που οφείλει να σημειωθεί είναι ότι η χρήση των κυανιούχων ενώσεων αποτελεί τη στιγμή αυτή την προτιμώμενη μέθοδο τόσο για περιβαλλοντικούς, όσο και για οικονομικούς λόγους, για την επεξεργασία χρυσοφόρων κοιτασμάτων και αποτελεί κοινή πρακτική που εφαρμόζεται σε όλο τον κόσμο. Ο σχεδιασμός και η διαχείριση των δεξαμενών υποδοχής απορριμμάτων, είτε τελεί σε σχέση με τις δραστηριότητες εξόρυξης χρυσού, είτε με άλλες εξορυκτικές δραστηριότητες, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες που επικρατούν στο συγκεκριμένο ειδικό χώρο. Ο χώρος αυτός ενδέχεται να συμπεριλαμβάνει τα γήπεδα, καθώς και ορυκτολογικά στρώματα στα οποία είναι δυνατόν να κατασκευαστεί η δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων, τον τύπο των αποβλήτων και τις κλιματικές συνθήκες.
Η εταιρεία Aurul S.A. ανακύκλωνε το νερό που εμπεριέχει τις κυανιούχες ενώσεις σε ένα «κλειστό κύκλο παραγωγής». Η Aurul S.A. αποφάσισε να προτιμήσει την επιλογή του «κλειστού κύκλου παραγωγής», για να εξοικονομήσει το κόστος των χημικών ουσιών εξουδετέρωσης και των κυανιούχων ενώσεων. Συνεπεία αυτού, η δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων συνιστά κίνδυνο, στο βαθμό που εξακολουθεί να περιέχει κυανιούχες ενώσεις σε υψηλά επίπεδα. Όπως έχουν εκτιμήσει οι ρουμάνοι εμπειρογνώμονες, ποσότητα περίπου 120 τόνων κυανιούχων ενώσεων διέρρευσε στον ποταμό.
Όταν οι δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων λειτουργούν στη φάση έπειτα από την επεξεργασία των χρυσοφόρων κοιτασμάτων μέσω της διαδικασίας της κυανίωσης, οι κυανιούχες ενώσεις είναι δυνατόν να καταστραφούν με την προσθήκη, για παράδειγμα, υποχλωριδικού σοδίου, πριν το νερό αντληθεί από κοινού με τα κατάλοιπα και διοχετευθεί στη δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων. Έπειτα από την ιζηματοποίηση των απορριμμάτων, το νερό είτε αποχετεύεται είτε διοχετεύεται και πάλι στη διαδικασία και ανακατεύεται με τις ενώσεις του κυανίου. Το προφανέστερο μέτρο για την αποτροπή ατυχημάτων, στην περίπτωση που η δεξαμενή περιέχει υπέρμετρες ποσότητες νερού, είναι να εξασφαλίζεται ότι το φράγμα έχει σχεδιαστεί σωστά και ότι έχει ανεγερθεί με τα κατάλληλα υλικά, για να είναι σε θέση να αντέξει το προβλέψιμο φορτίο. Η πρόβλεψη της πρόσθετης βοηθητικής συγκράτησης αποτελεί δευτερεύον μέτρο με σκοπό τη μείωση των επιπτώσεων που θα υπάρξουν για το περιβάλλον στην περίπτωση της κατάρρευσης του φράγματος και στις περιπτώσεις που η υγρή μάζα των απορριμμάτων της δεξαμενής είναι περισσότερο επικίνδυνη, όπως για παράδειγμα σε εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν γίνεται καμία επεξεργασία των κυανιούχων ενώσεων, οι συνέπειες της διαρροής είναι μεγαλύτερες με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η λήψη τέτοιων περαιτέρω μέτρων.
Η δημιουργία πρόσθετων δυνατοτήτων εναποθήκευσης μπορεί να επιτευχθεί με την ανέγερση πρόσθετων φραγμάτων, με σκοπό την περισυλλογή του νερού που διαρρέει. Στα άλλα μέτρα συμπεριλαμβάνεται και η δυνατότητα της απόρριψης των πρόσθετων μαζών του νερού από τη δεξαμενή, ούτως ώστε να χαμηλώσει η στάθμη του νερού στη δεξαμενή, στις περιπτώσεις που η στάθμη του νερού ανυψώνεται απότομα, εξ αιτίας του μεγάλου ύψους των βροχοπτώσεων. Εξάλλου, τόσο για τη διαχείριση, όσο και για τη συνεχιζόμενη ενίσχυση των ποσοτήτων στη δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων απαιτείται η καταβολή μεγάλης προσοχής, ιδίως σε ό,τι αφορά την ισορροπία μεταξύ των στερεών ουσιών και του νερού εντός του φράγματος και του τρόπου με τον οποίο η ισορροπία αυτή επηρεάζεται, για παράδειγμα, λόγω του μεγάλου ύψους των βροχοπτώσεων. Η διαχείριση αυτή συνεπάγεται τη στενή παρακολούθηση του μεγέθους της «ακτής» (δηλαδή της περιοχής που εκτείνεται από την κορυφή του εσωτερικού αναχώματος μέχρι τη στάθμη του νερού, βλ. σχετικά στη γραφική παράσταση 1), καθώς και του «ελεύθερου ύψους της στάθμης» (δηλαδή της διαφοράς μεταξύ της κορυφής του φράγματος και του επιπέδου του νερού, βλ. στη γραφική παράσταση 1). Επιπλέον, το ατύχημα αποτελεί επίσης υπενθύμιση για το γεγονός ότι κατά το σχεδιασμό και τη διαχείριση των δεξαμενών υποδοχής απορριμμάτων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι χειρότερες προβλέψιμες καιρικές συνθήκες, όπως οι μεγάλες βροχοπτώσεις ή το χιόνι, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζεται η λειτουργία της δεξαμενής από τις θερμοκρασίες υπό το μηδέν. Οι προτάσεις αυτές μας δίνουν μια ιδέα το τί μπορούσε να είχε γίνει κατά το σχεδιασμό και την λειτουργία της δεξαμενής υποδοχής των απορριμμάτων για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου επέλευσης ενός ατυχήματος.
Τέλος, ένα νευραλγικό ζήτημα που τονίσθηκε από το ατύχημα ήταν και η επιρροή που ασκούν οι αναποτελεσματικές διαδικασίες χορήγησης των σχετικών αδειών και της επιβολής των ρυθμίσεων καθώς και των δυνατοτήτων δημιουργίας των περιστάσεων υπό τις οποίες υπάρχει το ενδεχόμενο να έχουν ανεγερθεί φράγματα που εμφανίζουν λάθη σχεδιασμού και να τους έχει δοθεί η άδεια λειτουργίας. Σύμφωνα με την έκθεση ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ, στη μονάδα αυτή είχαν χορηγηθεί 22 μεμονωμένες άδειες στους τομείς του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, πριν επιτραπεί η έναρξη λειτουργίας της. Επτά χρόνια χρειάστηκαν, συνολικά, για να εκδοθούν οι αντίστοιχες άδειες. Στη Ρουμανία, εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα πρόβλημα ότι δεν υπάρχει κανένας πραγματικός συνολικός συντονισμός μεταξύ των πολυάριθμων διαφορετικών οργανισμών που συμμετέχουν στη διαδικασία της έκδοσης των αδειών, ενώ εξίσου προβληματικό είναι και το γεγονός ότι μια μόνη οργάνωση είναι σε θέση να προβαίνει σε επίβλεψη του συνολικού φάσματος των ρυθμιστικών και τεχνικών πτυχών. Πράγματι, μεγάλη είναι η ανησυχία ότι και σε άλλες υφιστάμενες εγκαταστάσεις, σε ένα ευρύτατο φάσμα βιομηχανικών κλάδων στις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες μπορεί να έχει ασκηθεί με ανεπαρκή τρόπο ο ρυθμιστικός έλεγχος, με αποτέλεσμα οι μονάδες αυτές να αποτελούν τη στιγμή αυτή κίνδυνο από την άποψη του περιβάλλοντος και της υγείας. Συνεπεία αυτού, θα χρειαστεί να εξετασθεί για άλλη μια φορά η ανάγκη βελτίωσης των υφιστάμενων διαδικασιών χορήγησης των αντίστοιχων αδειών και ενίσχυσης, επίσης, των πόρων και του δυναμικού που διαθέτουν οι ενεχόμενοι ρυθμιστικοί φορείς.
5. Η σημερινη κατάσταση υπό το πρίσμα της υφιστάμενης κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας
Οι περιβαλλοντικές πτυχές των δραστηριοτήτων εξόρυξης ρυθμίζονται σε ορισμένους υφιστάμενους κοινοτικούς νομικούς λειτουργικούς μηχανισμούς αντιμετωπίζονται
5.1. Οδηγία 85/337/ΕΟΚ [4], όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον [5] και σύμβαση Espoo της ΟΕΕΗΕ (Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών) (UNECE) για την εκτίμηση των διασυνοριακών περιβαλλοντικών επιπτώσεων [6]
[4] ΕΕ L 175, της 5ης Ιουλίου 1975.
[5] ΕΕ L 73 της 14ης Μαρτίου 1997.
[6] ΕΕ C 104 της 24ης Απριλίου 1992.
Σύμφωνα με την οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, την αποκαλούμενη οδηγία ΑΠΕ (Αξιολόγηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων) απαιτείται η περιβαλλοντική αξιολόγηση των επιπτώσεων που έχει μεγάλος αριθμός οικονομικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εξόρυξης και ανέγερσης φραγμάτων, στις περιπτώσεις που οι δραστηριότητες αυτές ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις για το περιβάλλον.
Με την οδηγία ΑΠΕ δύνεται μεγάλη έμφαση στην προληπτική προσέγγιση, εφόσον απαιτείται η αξιολόγηση των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δραστηριοτήτων, πριν χορηγηθεί η σχετική έγκριση. Η αξιολόγηση αυτή αντικατοπτρίζεται στις περιβαλλοντικές εκθέσεις, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια για τη χορήγηση των εγκρίσεων αρχή, πριν χορηγηθεί η σχετική έγκριση. Τα σχεδιαζόμενα μέτρα μετριασμού συναποτελούν μέρος της αξιολόγησης αυτής. Σημαντικό συντελεστή της διαδικασίας αξιολόγησης των επιπτώσεων αποτελεί και η εμπλοκή και συμμετοχή του κοινού εντός του πλαισίου των δεδομένων κανονιστικών διατάξεων. Οι συνακόλουθες παρατηρήσεις πρέπει να εξετάζονται με προσοχή από την αρμόδια αρχή. Με την εφαρμογή αυτής της συμμετοχικής προσέγγισης διασφαλίζεται η διαφάνεια, η πρόωρη συμμετοχή και πληροφόρηση του κοινού και υποβοηθείται το έργο του εντοπισμού και μετριασμού των κινδύνων για το περιβάλλον.
Με την οδηγία ΑΠΕ εφαρμόζεται επίσης η σύμβαση Espoo της ΟΕΕΗΕ για την αξιολόγηση των διασυνοριακών επιπτώσεων. Η σύμβαση αυτή υπογράφηκε το 1991 και τέθηκε σε ισχύ το 1997. Τη στιγμή αυτή, υπάρχουν 30 αντισυμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση, στα οποία συγκαταλέγεται και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων και τα φράγματα συμπεριλαμβάνονται επίσης στον κατάλογο της σύμβασης αυτής. Στις περιπτώσεις που υπάρχει το ενδεχόμενο ένα σχεδιαζόμενο έργο να έχει σημαντικές διασυνοριακές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, πρέπει να γνωστοποιούνται οι επιπτώσεις αυτές στα θιγόμενα συμβαλλόμενα μέρη και να υποβάλλεται κάθε σχετικό στοιχείο για το έργο, συμπεριλαμβανομένης της περιβαλλοντικής έκθεσης, ούτως ώστε το μέρος του πληθυσμού που ενδέχεται να επηρεαστεί να έχει την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Τα αποτελέσματα αυτών των διασυνοριακών διαβουλεύσεων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή του συμβαλλόμενου μέρους που φέρει την ευθύνη για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας του έργου.
5.2. Οδηγία 76/464/ΕΟΚ περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας [7]
[7] ΕΕ L 129 της 18ης Μαΐου 1976, σ. 23.
Η ρύπανση που προκαλείται από την έκχυση ορισμένων επικίνδυνων ουσιών στο υδάτινο περιβάλλον καλύπτεται από την οδηγία αυτή. Ωστόσο, η οδηγία δεν ρυθμίζει το θέμα της τυχαίας ρύπανσης. Σε πέντε «θυγατρικές» οδηγίες ρυθμίστηκε το ζήτημα 18 ουσιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το κάδμιο και ο ψευδάργυρος, με τον καθορισμό τω οριακών τιμών εκπομπής σε κοινοτικό επίπεδο και την προδιαγραφή των ποιοτικών προτύπων για το υδάτινο περιβάλλον. Όσον αφορά τις αντίστοιχες ρυπογόνους ουσίες, οι οποίες πρέπει να διαχωρίζονται από ευρύ φάσμα άλλων ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των κυανιούχων ενώσεων και των βαρέων μετάλλων, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καθορίσουν τα προγράμματά τους μείωσης των εθνικών εκπομπών. Στα προγράμματα πρέπει να περιλαμβάνονται νομικά δεσμευτικοί στόχοι για την ποιότητα του νερού και χρονικές προθεσμίες υλοποίησης των στόχων μείωσης της εκπομπής ορισμένων ουσιών. Πολύ μεγάλες είναι οι δυνατότητες ρύπανσης που απορρέουν από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν ολέθριες επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον, σε συνάρτηση με τις δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων. Ο εντοπισμός αυτών των πηγών ρύπανσης συνεπάγεται την επιβολή του υποχρεωτικού όρου έγκρισης της απόρριψης των ουσιών οι οποίες περιέχουν τους αντίστοιχους ρύπους. Συνεπώς, στο πλαίσιο των διατάξεων της οδηγίας αυτής θα ήταν δυνατόν να υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος της ρύπανσης που απορρέει από τις ανάλογες σημειακές πηγές εξόρυξης.
5.3. Οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1996 για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες (οδηγία Seveso II) [8] και σύμβαση της ΟΕΕΗΕ (UNECE) για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων [9]
[8] ΕΕ L 10 της 14ης Ιανουαρίου 1997, σ. 13.
[9] ΕΕ L 326 της 3ης Δεκεμβρίου 1998, σ. 1.
Στόχος της οδηγίας είναι η πρόληψη των μεγάλων ατυχημάτων που επέρχονται υπό την επιρροή των επικίνδυνων ουσιών και ο περιορισμός των επιπτώσεών τους για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, με απώτερο σκοπό να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλη την Κοινότητα, με συνεπή και αποτελεσματικό τρόπο.
Η βασική καινοτομία της οδηγίας Seveso II έγκειται στη θέσπιση της υποχρέωσης για τους βιομηχανικούς φορείς εκμετάλλευσης να θέσουν σε εφαρμογή τα Συστήματα Διαχείρισης Ασφαλείας, στα οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνεται η διεξοδική αξιολόγηση των κινδύνων, με τη χρήση των πιθανών σεναρίων επέλευσης των ατυχημάτων. Αυτή η αξιολόγηση το κινδύνου διαδραματίζει καίριο ρόλο για την αποτροπή των σοβαρών ατυχημάτων.
Στο κλασσικό πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων της οδηγίας Seveso II εμπίπτουν οι χημικές μονάδες και οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης στις οποίες οι επικίνδυνες ουσίες υπάρχουν σε ποσότητες ανώτερες από ορισμένα οριακά επίπεδα.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 ε) της οδηγίας, αποκλείονται οι εργασίες των βιομηχανιών εξόρυξης που ασχολούνται με την ανίχνευση και την εκμετάλλευση μεταλλευμάτων σε ορυχεία και λατομεία, και μέσω γεωτρήσεων από το πεδίο εφαρμογής της. Με τη διάταξη του άρθρου 4 στ), εξάλλου, αποκλείονται οι χώροι υγειονομικής ταφής αποβλήτων.
Αυτές οι περιπτώσεις αποκλεισμού ανατρέχουν στην αρχική οδηγία Seveso του 1982, με την οποία αποκλείονταν οι εξορυκτικές και άλλες μεταλλευτικές δραστηριότητες καθώς και οι εγκαταστάσεις που εξασφαλίζουν την εξάλειψη των τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων που υπόκεινται στους κοινοτικούς κανονισμούς, εφόσον αποβλέπουν στην πρόληψη των μεγάλης εκτάσεως ατυχημάτων.
Όταν η πρόταση της οδηγίας "Seveso II υποβλήθηκε στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην αιτιολογική έκθεση είχε δικαιολογηθεί η διατήρηση σε ισχύ των προαναφερόμενων αποκλειόμενων περιπτώσεων, με την επίκληση του ισχυρισμού ότι παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω τομείς αντιπροσωπεύουν σημαντικό δυναμικό πρόκλησης μεγάλων ατυχημάτων, δεν εμπίπτουν εύκολα στο πλαίσιο εφαρμογής της πρότασης, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές ανάγκες ή τους ειδικούς κινδύνους."
Με την οδηγία Seveso II παρέχεται ένα περιθώριο ερμηνείας των περιπτώσεων που καλύπτει, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αποκλεισθούν οι δραστηριότητες επεξεργασίας και/ή οι δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων ή τα φράγματα από το πεδίο εφαρμογής της.
Η οδηγία εφαρμόζει επίσης τις ρυθμίσεις της σύμβασης της ΟΕΕΗΕ για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων. Η σύμβαση αυτή υπογράφηκε το 1992 και τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο του 2000. Τη στιγμή αυτή υπάρχουν 17 αντισυμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στόχος της σύμβασης είναι η προστασία των ανθρώπινων όντων και του περιβάλλοντος από τα βιομηχανικά ατυχήματα που είναι σε θέση να προκαλέσουν διασυνοριακές επιπτώσεις και η προώθηση της ενεργού διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από την επέλευση των ατυχημάτων αυτών. Ωστόσο, η σύμβαση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις της κατάρρευσης φραγμάτων, με την εξαίρεση των επιπτώσεων εκείνων των βιομηχανικών ατυχημάτων που προκαλούνται από την κατάρρευση αυτή.
5.4. Κοινοτική νομοθεσία για τη διαχείριση των αποβλήτων
5.4.1. Οδηγία 75/442/ΕΟΚ [10] όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/156/ΕΟΚ [11] περί των αποβλήτων
[10] ΕΕ L 194 της 25ης Ιουλίου 1975, σ. 39.
[11] ΕΕ L 78 της 26ης Μαρτίου 1991.
Όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ περί των αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/156/ΕΟΚ, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ αποκλείονται τα απόβλητα που προκύπτουν από εργασίες ανιχνεύσεως, εξαγωγής, επεξεργασίας και εναποθηκεύσεως των μεταλλευτικών πόρων καθώς και από την εκμετάλλευση των λατομείων, στις περιπτώσεις που ήδη καλύπτονται από τις ρυθμίσεις της υπόλοιπης κοινοτικής νομοθεσίας. Προς το παρόν δεν έχουν θεσπιστεί ειδικές κοινοτικές νομοθετικές διατάξεις γι' αυτή τη μορφή αποβλήτων. Κατά συνέπεια, η οδηγία 75/442/ΕΟΚ εφαρμόζεται για τα απόβλητα που προέρχονται από την εξορυκτική βιομηχανία.
Στο άρθρο 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ ορίζεται ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η διάθεση ή η αξιοποίηση των αποβλήτων θα πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον.
5.4.2. Οδηγία 99/31/ΕΚ περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων [12]
[12] ΕΕ L 182 της 16ης Ιουλίου 1999, σ. 1.
Η εναπόθεση των αποβλήτων σε δεξαμενή υποδοχής αποτελεί διαδικασία διάθεσης των αποβλήτων καλυπτόμενη από τις διατάξεις της υφιστάμενης νομοθεσίας της ΕΕ - της οδηγίας 99/31/ΕΚ περί της υγειονομικής ταφής των αποβλήτων. Η εν λόγω οδηγία 99/31/ΕΚ τέθηκε σε ισχύ στις 16 Ιουλίου 1999 και θα αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της στις 16 Ιουλίου 2001.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, η απόθεση μη επικίνδυνων αδρανών αποβλήτων που προέρχονται από την αναζήτηση και την εξόρυξη, την επεξεργασία και την αποθήκευση ορυκτών πόρων καθώς και από την εκμετάλλευση λατομείων εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Ωστόσο, τα απόβλητα που προέρχονται από την εξόρυξη μεταλλευμάτων δεν αποτελούν αδρανή απόβλητα, εν γένει. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η οδηγία.
Στην οδηγία καθορίζονται οι απαιτούμενοι όροι όσον αφορά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των χώρων υγειονομικής ταφής, την κατασκευή των χώρων ταφής, τους τύπους αποβλήτων που είναι αποδεκτοί στους χώρους ταφής και τις διαδικασίες παρακολούθησής τους.
Παρά το γεγονός ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται ακόμη, υπάρχουν ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες ισχύουν για τη διαχείριση των αποβλήτων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων.
-Για τη θέση του χώρου ταφής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι αποστάσεις από τα υπόγεια ή επιφανειακά ύδατα και ο κίνδυνος πλημμυρών, καθιζήσεων, κατολισθήσεων ή χιονοστιβάδων.
-Πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα, ώστε να ελέγχεται η εισροή των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στον όγκο των αποτιθέμενων αποβλήτων.
-Τα απόβλητα πρέπει να τοποθετούνται στο χώροι ταφής κατά τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα της μάζας των αποβλήτων και των σχετικών κατασκευών, ιδίως δε να αποφεύγονται οι κατολισθήσεις.
-Καθορίζεται το πρόγραμμα παρακολούθησης για τον έλεγχο των υδάτων, των εκπλυμάτων και των αερίων. Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης πρέπει να ανακοινώνονται στις αρμόδιες αρχές.
Εκείνο που οφείλει να σημειωθεί είναι ότι ο κυριότερος λόγος που οδήγησε στην έγκριση της οδηγίας για την υγειονομική ταφή των αποβλήτων ήταν η ρύθμιση της διάθεσης των αποβλήτων με την εναπόθεσή τους σε κανονικούς χώρους υγειονομικής ταφής. Όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση των δεξαμενών υποδοχής απορριμμάτων δεν εξετάζονται ειδικότερα στην οδηγία αυτή.
5.5. Οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (οδηγία ΟΠΕΡ) [13]
[13] ΕΕ L 257 της 10ης Οκτωβρίου 1996.
Για όλες τις εγκαταστάσεις που καλύπτονται από το παράρτημα Ι της οδηγίας ΟΠΕΡ απαιτείται η έκδοση άδειας λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Όσον αφορά τις περιπτώσεις της «καθημερινής ρύπανσης», στις άδειες πρέπει να περιλαμβάνονται οι οριακές τιμές εκπομπών ή οι ανάλογες παράμετροι. Αυτές πρέπει να βασίζονται στη χρήση των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών (ΒΔΤ). Επιπλέον, οι άδειες πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα σχετικά με τις άλλες συνθήκες, οι οποίες είναι διαφορετικές από τις κανονικές συνθήκες λειτουργίας, οι οποίες σχετίζονται με την έναρξη λειτουργίας, τις διαρροές, τις δυσλειτουργίες, τις προσωρινές διακοπές και την οριστική παύση της λειτουργίας, όταν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί το περιβάλλον.
Η οδηγία ΟΠΕΡ καλύπτει τις συνολικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή τη ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα, των υδάτων και του εδάφους, την παραγωγή καταλοίπων από την παραγωγική διαδικασία, τη χρήση ενεργείας κ.ο.κ. Επίκεντρο των μέτρων είναι πολύ περισσότερο η προληπτική αντιμετώπιση παρά ο περιορισμός των επιπτώσεων στο «ακραίο σημείο κατάληξης της ρυπογόνου πηγής». Στην οδηγία γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός μεν, των νέων ή ουσιαστικά τροποποιημένων εγκαταστάσεων και, των υφιστάμενων εγκαταστάσεων, αφετέρου. Για την πρώτη κατηγορία, ισχύουν όλες οι ρυθμίσεις της οδηγίας από τον Οκτώβριο του 1999. Για την τελευταία κατηγορία, τα κράτη μέλη έχουν στη διάθεσή τους το χρονικό διάστημα μέχρι τον Οκτώβριο του 2007, για να μεριμνήσουν για τη συμμόρφωσή τους.
Οι βασικές δραστηριότητες εξόρυξης δεν καλύπτονται από την οδηγία ΟΠΕΡ. Όμως οι δραστηριότητες της μορφής που αναλαμβάνονται στην τοποθεσία της Baia Mare εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΟΠΕΡ. Πράγματι, η διάταξη της παραγράφου 2.5 α) του παραρτήματος Ι καλύπτει «τις εγκαταστάσεις παραγωγής ακατέργαστων μη σιδηρούχων μετάλλων από μεταλλεύματα, συγκεντρώματα ή δευτερογενείς πρώτες ύλες, με μεταλλουργικές, χημικές ή ηλεκτρολυτικές διεργασίες».
Ωστόσο, η οδηγία ΟΠΕΡ ενδέχεται να μην καλύπτει όλους τους χώρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στους οποίους χρησιμοποιούνται δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων. Οι χώροι αυτοί ενδέχεται είτε να μην αποτελούν χώρους παραγωγής (εάν είναι απομονωμένοι από τον πραγματικό χώρο της παραγωγής), να μην παράγουν ακατέργαστα μέταλλα (εάν, για παράδειγμα, παράγουν συγκεντρώματα), ή να μην θεωρείται ότι αποτελούν χώρους υγειονομικής ταφής αποβλήτων που εμπίπτουν στην κατηγορία 5.4 του παραρτήματος Ι της οδηγίας («χώροι ταφής που δέχονται άνω των 10 τόνων ημερησίως ή ολικής χωρητικότητας άνω των 25.000 τόνων, εκτός από τους χώρους ταφής αδρανών απορριμμάτων»). Τα περισσότερα φράγματα πληρούν, ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα όλα αυτά τα όρια.
Η έννοια των «χώρων υγειονομικής ταφής αποβλήτων» δεν ορίζεται στην οδηγία ΟΠΕΡ, αλλά στην οδηγία για τους χώρους υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (99/31/ΕΚ) [14] δίνεται ο σχετικός ορισμός. Σύμφωνα με το άρθρο 2 (ζ) της οδηγίας αυτής, ο χώρος υγειονομικής ταφής ισοδυναμεί με κάθε χώρο διάθεσης αποβλήτων για την απόθεση των αποβλήτων επί ή εντός του εδάφους. Η εναποθήκευση των αποβλήτων πριν από την ανάκτηση ή επεξεργασία τους επί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών ετών, κατά γενικό κανόνα, και η εναποθήκευση των αποβλήτων πριν από τη διάθεσή τους επί χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους αποκλείονται από τον ορισμό του χώρου υγειονομικής ταφής. Εκείνο που οφείλει να σημειωθεί είναι ότι οι δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων στη Baia Mare και το Aznalcσllar δεν προορίζονταν για προσωρινή αποθήκευση. Με βάση τον προαναφερόμενο ορισμό, είναι πιθανό η συντριπτική πλειοψηφία των δεξαμενών υποδοχής απορριμμάτων να καλύπτεται πράγματι από τη σημερινή διατύπωση του παραρτήματος Ι.
[14] ΕΕ L 182 της 16ης Ιουλίου 1999.
6. Έμπρακτα συνοδευτικά μέτρα - Το Πρόγραμμα Δράσης
Τα πρόσφατα ατυχήματα στον τομέα των εξορυκτικών εργασιών υπογράμμισαν την ανάγκη επανεξέτασης της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής. Αυτό προέχει ιδίως ενόψει της διεύρυνσης της ΕΕ. Για το λόγο αυτό, τα μέτρα που περιγράφονται στη συνέχεια θα προετοιμαστούν σε στενή συνεργασία με τις υποψήφιες χώρες.
Οι συζητήσεις με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών έχουν ήδη ξεκινήσει με προορισμό την τροποποίηση των κατηγοριών ταξινόμησης των επικίνδυνων αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων των αποβλήτων που εντάσσονται στον κατάλογο των επιβλαβών αποβλήτων. Τα αρχικά πορίσματα αναμένεται να εξαχθούν το δεύτερο εξάμηνο του 2000.
Εξάλλου, η οδηγία - πλαίσιο για τους υδάτινους πόρους, που υιοθετήθηκε πρόσφατα από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καλεί επιτακτικά σε λήψη μέτρων στο επίπεδο των λεκανών απορροής, συμπεριλαμβανομένων «των απαιτούμενων μέτρων για την αποτροπή της σημαντικής διαρροής ρύπων από εγκαταστάσεις τεχνικής μορφής και για τη μείωση των επιπτώσεων από τα περιστατικά τυχαίας ρύπανσης» και «των συστημάτων που θα οδηγήσουν στην ανίχνευση ή στην πρόωρη προειδοποίηση για την επέλευση των συμβάντων αυτών».
Από την άποψη των πτυχών της προστασίας των πολιτών, η εμπειρία που αποκομίστηκε από το ατύχημα Baia Mare στη Ρουμανία αποδεικνύει πασιφανέστατα την ανάγκη βελτίωσης των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Η Επιτροπή πρότεινε για το λόγο αυτό τη συγκρότηση ενός κοινοτικού μηχανισμού για το συντονισμό των παρεμβάσεων στο χώρο της προστασίας των πολιτών στις περιπτώσεις κατεπειγόντων περιστατικών [15].
[15] COM (2000) 593 τελικό, 27.9.2000.
Επιπλέον, στη Λευκή Βίβλο για την περιβαλλοντική ευθύνη [16] περιλαμβάνονται συγκεκριμένες προτάσεις για την καθιέρωση του κοινοτικού καθεστώτος περιβαλλοντικής ευθύνης. Αντικειμενικός στόχος του είναι η βελτίωση του τρόπου υλοποίησης των βασικότερων περιβαλλοντικών αρχών. Στις αρχές αυτές συγκαταλέγεται και ο κανόνας ότι ο ρυπαίνων πληρώνει, ενώ σε αυτές ανήκουν και τα μέτρα αποτροπής και προληπτικής αντιμετώπισης. Στόχος είναι επίσης η βελτίωση της υφιστάμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ αλλά και η εξασφάλιση της επαρκούς αποκατάστασης του περιβάλλοντος.
[16] COM(2000) 66 τελικό, 9.2.2000.
Στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος που πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαρτίου 2000 δόθηκε ευρύτατη υποστήριξη στην πρόταση της Επιτροπής για την θέσπιση της οδηγίας-πλαισίου προς το σκοπό αυτό. Η σχετική πρόταση είναι ήδη υπό προετοιμασία και σχεδιάζεται να υποβληθεί πριν από τα τέλη του 2001. Εκείνο που είναι αναγκαίο, είναι να εκπονηθούν διάφορες μελέτες προηγουμένως, στις οποίες θα εξετάζονται οι οικονομικές πτυχές, αλλά και τα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας και της δυνατότητας παροχής ασφαλιστικής κάλυψης. Στις μελέτες αυτές θα εξετάζονται επίσης τα θέματα της αξιολόγησης και της αποκατάστασης των ζημιών που έχουν προκληθεί στη βιολογική ποικιλία, μεταξύ πολλών άλλων. Θα ληφθούν επίσης υπόψη οι γνώμες που θα έχουν διατυπώσει τα άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ενώ θα συνεκτιμηθούν επίσης οι παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων.
Εκτός από τις δραστηριότητες αυτές σχεδιάζεται η ανάληψη τριών καίριων δράσεων. Οι δράσεις αυτές θα σχετίζονται με τη διαχείριση των αποβλήτων από τις εξορυκτικές δραστηριότητες και την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.
6.1. Τροποποίηση της οδηγίας Seveso II
Σε ό,τι αφορά τα θέματα της διαχείρισης των βιομηχανικών κινδύνων, η οδηγία Seveso II φαίνεται να αποτελεί το καταλληλότερο νομοθετικό λειτουργικό μηχανισμό για την αποτροπή μεγάλων ατυχημάτων, στην επέλευση των οποίων διαδραματίζουν ρόλο οι επικίνδυνες ουσίες. Με την οδηγία επιβάλλεται στους βιομηχανικούς φορείς εκμετάλλευσης η υποχρέωση να θέσουν σε ισχύ συστήματα διαχείρισης των πτυχών ασφαλείας, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η λεπτομερής αποτίμηση των κινδύνων, με βάση τα πιθανά σενάρια επέλευσης ατυχημάτων.
Για να εξαλειφθούν όλες οι δυνατές ασάφειες που περιλαμβάνονται στην οδηγία και οι οποίες περιγράφηκαν προηγουμένως, σχεδιάζεται η τροποποίηση της οδηγίας Seveso II, για να συμπεριληφθεί με απερίφραστο τρόπο η διαδικασία της εξόρυξης των μεταλλευμάτων και, ιδίως, να ενταχθούν οι δεξαμενές ή τα φράγματα υποδοχής των απορριμμάτων που χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη εξορυκτική επεξεργασία των μεταλλευμάτων. Εκείνο που έχει σημασία να λάβουμε υπόψη μας είναι ότι κάθε σχετική δραστηριότητα θα καλύπτεται από την οδηγία μόνο εάν ενέχονται επικίνδυνες ουσίες και αν αυτές υπάρχουν σε ποσότητες που υπερβαίνουν τα οριακά επίπεδα που καθορίζονται στην οδηγία.
Η εν λόγω τροποποίηση θα προετοιμαστεί έπειτα από την ολοκλήρωση της έκθεσης που θα συνταχθεί από την επιτελική ομάδα για τη Baia Mare. Θα αποτελέσει μέρος της ευρύτερης επανεξέτασης του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας.
Η έκρηξη που σημειώθηκε νωρίτερα εφέτος στους χώρους αποθήκευσης της εταιρείας SE Fireworks στο Enschede των Κάτω Χωρών, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο θάνατος ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων και ο τραυματισμός πολλών άλλων, επέβαλε σε κάθε περίπτωση την ανάγκη αξιολόγησης των κατάλληλων ποσοτήτων που προορίζονται για τις πυροτεχνικές ουσίες και υποβολής προτάσεων τροποποίησης της οδηγίας Seveso II.
Εξάλλου, ήδη κατά τη χρονική στιγμή της έγκρισης της οδηγίας, το Συμβούλιο είχε ζητήσει από την Επιτροπή να αξιολογήσει τις χαρακτηριστικές ποσότητες που καταλογίζονται στις ουσίες που είναι επικίνδυνες για το περιβάλλον καθώς και τον κατάλογο των καρκινογόνων ουσιών που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι. Η εργασία αυτή είχε διεκπεραιωθεί από δύο τεχνικές ομάδες εργασίας, οι οποίες παρέδωσαν τις τελικές τους εκθέσεις τον Απρίλιο του 2000. Στις εκθέσεις αυτές περιλαμβάνεται η υπόδειξη σημαντικής μείωσης των χαρακτηριστικών ποσοτήτων που καταλογίζονται στις επικίνδυνες για το περιβάλλον ουσίες και η επέκταση του καταλόγου των καρκινογόνων ουσιών που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας Seveso II.
6.2. Ανάληψη πρωτοβουλίας για τη διαχείριση των αποβλήτων από τις δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων
Για τη διαχείριση των αποβλήτων που προέρχονται από τις δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων και εκμετάλλευσης λατομείων απαιτούνται διεξοδικές έρευνες. Τα απόβλητα από τις εργασίες εξόρυξης μεταλλευμάτων αποτελούν μια από τις σημαντικότερες ροές αποβλήτων της Κοινότητας. Ορισμένες ροές αποβλήτων και ιδίως εκείνες που παράγονται από τη βιομηχανία εξόρυξης μη σιδηρούχων μεταλλευμάτων, περιέχουν σημαντικές ποσότητες επικίνδυνων ουσιών, όπως τα βαρέα μέταλλα. Παρά το γεγονός ότι όλα τα μέταλλα αποτελούν ουσίες που συναντώνται στη φύση και αποτελούν βασικό σκέλος της καθημερινής ζωής, συνιστούν στοιχεία με αποτέλεσμα η παρουσία τους στο περιβάλλον να είναι συνεχής. Είναι ανάγκη να ελέγχονται σε επίπεδα κάτω από τα οποία έχουν ζημιογόνες επιδράσεις για το περιβάλλον, παρά το γεγονός ότι ο βαθμός συγκέντρωσής τους στο περιβάλλον μπορεί να ποικίλλει σε εξαιρετικά σημαντικό βαθμό, λόγω της φυσικής εγγύτητας με κοιτάσματα που εμπεριέχουν μέταλλα. Μόλις ανασυρθούν στην επιφάνεια μέσω των δραστηριοτήτων εξόρυξης μετάλλων, τόσο τα μέταλλα, όσο και οι ενώσεις τους εμφανίζουν την τάση να είναι από χημική άποψη περισσότερο διαθέσιμα και αξίζει να τους δίνεται ιδιάζουσα προσοχή, προς αποτροπή της ρύπανσης.
Το Σεπτέμβριο του 1999 άρχισε για το λόγο αυτό η εκπόνηση σχετικής μελέτης για την υφιστάμενη νομοθεσία και τις πρακτικές που αφορούν τη διαχείριση των αποβλήτων από το βιομηχανικό κλάδο των εργασιών εξόρυξης. Στο επίκεντρο της μελέτης βρίσκονται τα περιβαλλοντικά ζητήματα της διαχείρισης των αποβλήτων από τις εργασίες εξόρυξης μεταλλευμάτων, καθώς και οι βέλτιστες πρακτικές, με τη βοήθεια των οποίων μπορεί να αποτραπεί η πρόκληση περιβαλλοντικών ζημιών κατά τη διαχείριση των αποβλήτων.
Το πεδίο της μελέτης επεκτάθηκε ώστε να συμπεριληφθούν οι υποψήφιες χώρες στις οποίες ασκούνται σημαντικές δραστηριότητες εξόρυξης μετάλλων (η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Σλοβακία). Η μελέτη προβλέπεται να έχει οριστικοποιηθεί, στο σύνολό της, πριν από τα τέλη του 2000. Επίκεντρό της θα αποτελέσει η διαχείριση των δεξαμενών υποδοχής απορριμμάτων, που περιλαμβάνουν ορυκτούς πόρους από την εξόρυξη μη σιδηρούχων μετάλλων. Η συγκρότηση του καταλόγου των κυριότερων δραστηριοτήτων εξόρυξης μετάλλων θα γίνει σε περιφερειακή βάση, στο βαθμό που είναι διαθέσιμες οι σχετικές πληροφορίες. Όπως αναμένεται, το έργο της συλλογής των πληροφοριών θα συναντήσει διάφορες δυσχέρειες. Με το διαθέσιμο προϋπολογισμό και τους χρονικούς περιορισμούς που επιβάλλονται, δεν είναι δυνατή η κατάρτιση ενός αναλυτικού καταλόγου με τα καυτά σημεία όλων των εγκαταλελειμμένων και των υφιστάμενων ορυχείων στις χώρες αυτές. Το Κοινό Κέντρο Ερευνών θα αναλάβει, σε περισσότερο μακροπρόθεσμη βάση, το έργο της εφαρμογής ενός ερευνητικού σχεδίου για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που έχουν τα απόβλητα από τις εργασίες εξόρυξης μετάλλων στις υποψήφιες χώρες, σε συνεργασία με τις υπόλοιπες υπηρεσίες της Επιτροπής και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος. Αντικείμενο της μελέτης αυτής θα είναι η σύνταξη του καταλόγου των τοποθεσιών εναπόθεσης τοξικών αποβλήτων από τις εργασίες εξόρυξης μετάλλων, η σύγκριση των νομοθετικών ρυθμίσεων για τα απόβλητα που προέρχονται από τις εργασίες εξόρυξης μετάλλων και η αξιολόγηση των περιβαλλοντικών συνεπειών που έχουν τα ατυχήματα που συμβαίνουν κατά τις εργασίες εξόρυξης μετάλλων.
Με βάση τα πορίσματα της μελέτης αυτής, η οποία θα αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων με όλους τους ενεχόμενους φορείς λήψης αποφάσεων, θα καταστεί δυνατή η εξέταση της ανάγκης υιοθέτησης σχετικής πρωτοβουλίας και ιδίως της πρότασης θέσπισης οδηγίας, ειδικό επίκεντρο της οποίας θα είναι η διαχείριση των αποβλήτων από τις εργασίες εξόρυξης μετάλλων. Προορισμός της πρωτοβουλίας αυτής θα είναι να εξετασθούν η ιδιομορφία κάθε τοποθεσίας, καθώς και οι σημαντικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των διαφόρων δευτερευόντων τομέων της εξορυκτικής βιομηχανίας. Το έργο αυτό θα διεκπεραιωθεί μέσα στο 2001.
6.3. Το έγγραφο αναφοράς για τις ΒΔΤ βάσει της οδηγίας ΟΠΕΡ
Για να υποβοηθήσει το έργο της υλοποίησης των ρυθμίσεων της οδηγίας ΟΠΕΡ στον τομέα της εξόρυξης μη σιδηρούχων μετάλλων, η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο να αναλάβει την οργανωτική ευθύνη για την ανταλλαγή των σχετικών πληροφοριών για τη διαχείριση των δεξαμενών υποδοχής απορριμμάτων, με απώτερο σκοπό την κατάρτιση του ειδικού εγγράφου αναφοράς για τις ΒΔΤ (BREF) (ΒΑΝΑΦ) αναφορικά με το ζήτημα αυτό. Το προαναφερόμενο καθήκον μπορεί να αποτελέσει μέρος του συνεχιζόμενου έργου ανταλλαγής πληροφοριών για τις ΒΔΤ μεταξύ των κρατών μελών και της βιομηχανίας, το οποίο συντονίζεται με ευθύνη του ευρωπαϊκού γραφείου ΟΠΕΡ [17] του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Επιτροπής. Οι εργασίες θα εγκαινιασθούν πριν από τα τέλη του τρέχοντος έτους, με απώτερο στόχο την ολοκλήρωση του έργου μέχρι το φθινόπωρο του 2002. Στόχος του ΒΑΝΑΦ είναι να εξετάσει και τις δύο τεχνικές που οδηγούν στη μείωση της καθημερινής ρύπανσης, αλλά και τις τεχνικές εκείνες που οδηγούν στην προληπτική αποτροπή ή τον μετριασμό των ατυχημάτων.
[17] http://eippcb.jrc.es
Το έγγραφο ΒΑΝΑΦ δεν έχει τον χαρακτήρα της επιβολής συγκεκριμένων εντολών. Προορισμός του είναι απλώς να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες που θα βοηθήσουν τις αρμόδιες (εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές) αρχές που είναι υπεύθυνες για την έκδοση των σχετικών αδειών σε εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΟΠΕΡ για να κατευθυνθεί το αντίστοιχο έργο τους. Εκτός από τις αρχές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν και πολυάριθμες άλλες ενδιαφερόμενες ομάδες τελικών χρηστών για την σύνταξη του σχετικού εγγράφου ΒΑΝΑΦ, όπως για παράδειγμα οι αρμόδιες αρχές στις υποψήφιες χώρες για προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εταιρείες που φέρουν την ευθύνη της εκμετάλλευσης κάποιας εγκατάστασης ΟΠΕΡ στην Ευρώπη, ή επιχειρήσεις μικρής και μεσαίας κλίμακας εντός του πλαισίου του αντίστοιχου βιομηχανικού κλάδου οι οποίες όμως δεν καλύπτονται από τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας, ή επιστημονική κοινότητα, οι ενδιαφερόμενοι πρωταγωνιστικοί φορείς εκτός της Ευρώπης, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και, τελευταίο στον κατάλογο, χωρίς όμως να αποτελεί τη λιγότερο σημαντική κατηγορία, το ευρύτερο κοινό.
Το έγγραφο αναφοράς ΒΑΝΑΦ για τη διαχείριση των δεξαμενών υποδοχής απορριμμάτων θα συμβάλει στη βελτίωση των γνώσεων για τα μέτρα που είναι διαθέσιμα προς αποτροπή της επέλευσης παρόμοιων ατυχημάτων στο μέλλον. Έχοντας τις πληροφορίες αυτές στη διάθεσή τους, οι αρμόδιες αρχές χορήγησης των σχετικών αδειών θα είναι σε θέση να αξιώσουν οι εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση να πληρούν τα υψηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα που υπάρχουν σε παγκόσμια κλίμακα (υπό τον όρο ότι πληρούν το κριτήριο της «διαθεσιμότητας» του άρθρου 2 παράγραφος 11 της οδηγίας ΟΠΕΡ.
Όπως αναπτύχθηκε και προηγουμένως στην παρούσα ανακοίνωση (βλ. στο τμήμα 5.5), η οδηγία ΟΠΕΡ ενδέχεται να μην καλύψει όλους τους χώρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση στους οποίους χρησιμοποιούνται δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων. Εάν αυτό καταστεί αναγκαίο, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΟΠΕΡ θα μπορούσε ως εκ τούτου να διευκρινιστεί, ούτως ώστε να συμπεριληφθούν ρητά και οι δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων που περιέχουν μέταλλα, και οι οποίες συνεπάγονται τον εγγενή κίνδυνο πρόκλησης σημαντικών ζημιών στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία. Επιπλέον, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και η διαδικασία επεξεργασίας ορισμένων ορυκτών υλών από τις εργασίες εξόρυξης και των καταλοίπων. Οι τροποποιήσεις αυτές θα μπορούσαν να εξετασθούν στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για τη διαχείριση των αποβλήτων από την εξόρυξη μεταλλευμάτων (βλ. στο τμήμα 6.2).
6.4. Συνδρομή του έργου της Επιτελικής Ομάδας Baia Mare
Οι τρεις δράσεις καίριας σημασίας που εντοπίστηκε ότι αποτελούν το επίκεντρο των έμπρακτων συνοδευτικών μέτρων συνεπεία των πρόσφατων ατυχημάτων στις μονάδες εξόρυξης μεταλλευμάτων, δηλαδή.
-η τροποποίηση της οδηγίας Seveso II
-η ανάληψη πρωτοβουλίας για την διαχείριση των αποβλήτων από τις εργασίες εξόρυξης μεταλλευμάτων
-η σύνταξη του βασικού εγγράφου αναφοράς ΒΔΤ στο πλαίσιο της οδηγίας ΟΠΕΡ
θα αποτελέσουν την ουσιαστική συνδρομή που θα παρασχεθεί στο συνεχιζόμενο έργο της Επιτελικής Ομάδας Baia Task.

QUESTION ÉCRITE E-3463/00
ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-3463/00
posée par Laura González Álvarez (GUE/NGL) à la Commission
υποβολή: Laura Gonzlez lvarez (GUE/NGL) προς την Επιτροπή
(8 novembre 2000)
(8 Νοεμβρίου 2000)
Objet: Concentration de métal dans le Guadalquivir (Andalousie-Espagne)
Θέμα: Υψηλή συγκέντρωση μεταλλικών ουσιών στα ύδατα του ποταμού Guadalquivir (Ανδαλουσία Ισπανία)
Deux ans après le déversement de substances toxiques de la mine d'Aznalcollar, un rapport de l'Université centrale de Barcelone publié par Ecologistas en Acción fait état d'une forte concentration de métal dans le Guadalquivir et révèle que le niveau constaté dans la zone excède largement les limites autorisées par la législation communautaire.
Δυο χρόνια μετά το ατύχημα διαφυγής τοξικώνδάτων από τα ορυχεία Aznacollar, έκθεση του Κεντρικού Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, που δημοσιοποιήθηκε από τους Ecologistas en Accion, αποκαλύπτειψηλές συγκεντρώσεις μεταλλικών ουσιών στα ύδατα του ποταμού Guadalquivir και στη γύρω περιοχή, πουπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια τα επιτρεπόμενα από την κοινοτική νομοθεσία.
La Commission a-t-elle connaissance de ce rapport?
Έχειπόψη της η Επιτροπή την εν λόγω έκθεση;
Face à cette situation, n'estime-t-elle pas que les autorités espagnoles doivent prendre d'urgence des mesures propres à protéger la santé publique et à garantir le maintien de l'écosystème de l'estuaire ainsi que le potentiel de développement économique et touristique de la zone?
Δεν νομίζει η Επιτροπή ότι οι ισπανικές αρχές θα έπρεπε ενόψει αυτής της κατάστασης να λάβουν επείγοντα μέτρα για την προστασία της δημόσιαςγείας, τη διατήρηση του οικοσυστήματος του ποταμού και τη διασφάλιση των δυνατοτήτων της οικονομικής και τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής;
Réponse donnée par Mme Wallström au nom de la Commission
Απάντηση της κας Wallstrm εξ ονόματος της Επιτροπής
(15 décembre 2000)
(15 Δεκεμβρίου 2000)
La Commission n'a pas connaissance du rapport de l'Université centrale de Barcelone concernant la concentration de métal dans la rivière Guadalquivir en Andalousie, évoqué par l'Honorable Parlementaire.
Η Επιτροπή δεν έχει γνώση της έκθεσης του κεντρικού πανεπιστημίου της Βαρκελώνης σχετικά με τις συγκεντρώσεις μετάλλων στον ποταμό Γουανταλκιβίρ στην Ανδαλουσία, όπως αναφέρει το Αξιότιμο Μέλος του Κοινοβουλίου.
La Commission sera prête à s'intéresser au contenu dudit rapport afin de déterminer si la législation communautaire pertinente applicable au cas d'espèce est entièrement respectée.
Η Επιτροπή είναι πρόθυμη να ασχοληθεί με το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης για να διευκρινίσει αν η σχετική κοινοτική νομοθεσία εφαρμόζεται κατά γράμμα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
La Commission est consciente des mesures prises par les autorités espagnoles pour contenir et réparer les dommages causés par l'accident de la mine d'Aznalcollar afin de garantir la conservation du parc national de Doñana.
Η Επιτροπή έχει συνείδηση των ληφθέντων από τις Ισπανικές αρχές μέτρων για την αντιμετώπιση και ανάταξη των ζημιών που έχουν προκληθεί από το δυστύχημα του ορυχείου Aznalcollar, μέτρων με στόχο την προστασία του εθνικού πάρκου της Doana.