Ανακοίνωση της Επιτροπής Ασφαλής άσκηση των δραστηριοτήτων εξόρυξης μεταλλευμάτων: συνοδευτικά μέτρα παρακολούθησης των πρόσφατων ατυχημάτων σε μονάδες εξόρυξης

απόσπασμα απο το κείμενο που βρίσκεται εδώ


ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Εισαγωγή

2. Ανασκόπηση των ατυχημάτων στις μονάδες εξόρυξης μεταλλευμάτων συνεπεία της κατάρρευσης φραγμάτων σε παγκόσμια κλίμακα

2.1. Το ατύχημα στο “Aznalcοllar”

2.2. Το ατύχημα στην περιοχή “Baia Mare”

3. Άμεσες δραστηριότητες ανάληψης έμπρακτων συνοδευτικών μέτρων

3.1. Η επιτελική μονάδα “Baia Mare”

3.2. Η έκθεση της ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ (UNEP)/(OCHA) σχετικά με τη διαρροή κυανιούχων ενώσεων στη Baia Mare/Ρουμανία

4. Το ατύχημα της “Baia Mare” από τεχνική άποψη – Περιγραφή του έργου και άντληση διδαγμάτων

4.1.1. Περιγραφή της εταιρείας

4.1.2. Περιγραφή του έργου

4.1.3. Συνθήκες διαρροής

4.1.4. Άντληση διδαγμάτων από το ατύχημα



1. Εισαγωγή

Η ρύπανση του Δούναβη που προκλήθηκε από τη διαρροή κυανιούχων ενώσεων, συνεπεία της ρήξης του φράγματος που συγκρατούσε τη δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων στην Baia Mare της Ρουμανίας καθώς και το ατύχημα που συνέβη το 1998 στην περιοχή του Aznalcοllar της Ισπανίας, όταν η ρήξη ενός ανάλογου φράγματος είχε ως αποτέλεσμα οι δηλητηριώδεις ουσίες να καταστρέψουν το περιβάλλον του εθνικού δρυμού Coto Doρana βοήθησαν σε δραματικό βαθμό να ενισχυθεί η συνειδητοποίηση από την πλευρά του κοινού σχετικά με τους κινδύνους που ενέχουν οι δραστηριότητες της μεταλλευτικής βιομηχανίας στα θέματα του περιβάλλοντος και της ασφάλειας.

Όπως απέδειξε το ατύχημα της Baia Mare, στην περιοχή γύρω από τη συγκεκριμένη μονάδα εκμετάλλευσης, το επίπεδο των γνώσεων αλλά και η κατανόηση του κοινού για τους κινδύνους που περικλείουν τόσο οι μεταλλευτικές, όσο και οι άλλες συναφείς βιομηχανίες διαδικασίες είναι εξαιρετικά χαμηλό. Όπως απέδειξε επίσης το ατύχημα, η επικοινωνία στα διάφορα επίπεδα μεταξύ των διαφόρων αρχών, καθώς και μεταξύ των αρχών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) και του κοινού, στο θέμα της προετοιμασίας και της αντιμετώπισης των κατεπειγόντων περιστατικών, και των εναλλακτικών επιλογών και δυνατοτήτων προληπτικής αντιμετώπισης των ζημιών είναι ανεπαρκής.

Τα ατυχήματα αυτά έθεσαν εξάλλου το ερώτημα της αποτελεσματικότητας των κοινοτικών πολιτικών, για την αποτροπή ανάλογων καταστροφών. Τα ατυχήματα τόνισαν επίσης την ανάγκη επανεξέτασης της περιβαλλοντικής πολιτικής στον τομέα αυτό.

Η Επιτροπή είχε ήδη καθορίσει την πολιτική της στα θέματα της προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης στη μη ενεργειακή εξορυκτική βιομηχανία της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του βιομηχανικού κλάδου εξόρυξης μεταλλευμάτων, στην ανακοίνωσή της της 3ης Μαΐου 2000 [1]. Αντικειμενικός στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι η πληροφόρηση σχετικά με τα βήματα που προτίθεται να λάβει η Επιτροπή, στο πλαίσιο των συνοδευτικών μέτρων παρακολούθησης των πρόσφατων ατυχημάτων στον εξορυκτικό τομέα, όπως ήδη είχε εξαγγελθεί στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2000 με τίτλο «Για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης στην μη ενεργειακή εξορυκτική βιομηχανία της ΕΕ». Η ανακοίνωση αυτή καταρτίστηκε σε στενή συνεργασία με την επιτελική ομάδα της Baia Mare (βλ. κεφάλαιο 3.1.). Όσον αφορά τα πραγματικά δεδομένα του ατυχήματος στη Baia Mare, το παρόν έγγραφο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην έκθεση της ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ [2] που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2000 (βλέπε τμήμα 3.2).

[1] COM(2000) 265 τελικό, 3.5.2000.

[2] Cyanide spill at Baia Mare Romania, UNEP/OCHA assessment mission, Μάρτιος 2000

2. Ανασκόπηση των ατυχημάτων στις μονάδες εξόρυξης μεταλλευμάτων συνεπεία της κατάρρευσης φραγμάτων σε παγκόσμια κλίμακα

Μια σειρά ατυχημάτων έπληξε τον τομέα των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα, τη τελευταία δεκαετία. Το 1992, η διάρρηξη του φράγματος στα ορυχεία χρυσού του Summitville στο Κολοράντο των ΗΠΑ προκάλεσε τον πλήρη αφανισμό της υδρόβιας ζωής σε έκταση 25 km επί του ποταμού Alamosa. Το 1993, μεγάλος όγκος λάσπης και μπάζας έθαψε έναν οικισμό χρυσωρύχων στον Ισημερινό, προκαλώντας το θάνατο 24 ατόμων. Ένα παρόμοιο ατύχημα που συνέβη το 1994 στο ορυχείο Harmony της Νότιας Αφρικής είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 17 ατόμων και την καταστροφή 80 σπιτιών. Ο όγκος των 2,5 εκατ. κυβικών μέτρων από τα λύματα των κυανιούχων ενώσεων που διέρρευσε το 1995 από το χρυσωρυχείο του Omai στη Γουιάνα προκάλεσε τη μόλυνση του ποταμού Essequibo, με αποτέλεσμα να αφανισθεί η ζωή των υδρόβιων οργανισμών σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το 1996, στη νήσο Marinduque των Φιλιππίνων, ποσότητα 3 εκατ. τόνων δηλητηριώδους ιλύος που προερχόταν από ένα ορυχείο χαλκού διέρρευσε στον ποταμό Boac, πλημμυρίζοντας 20 χωριά.

Ενώ τα ατυχήματα που περιγράφηκαν προηγουμένως έγιναν σε εξωευρωπαϊκές χώρες, τα δύο πρόσφατα ατυχήματα στο χώρο των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων που έγιναν στην Ευρώπη έθεσαν στο προσκήνιο το θέμα της ασφαλούς εξάσκησης των δραστηριοτήτων εξόρυξης μεταλλευμάτων στα κράτη μέλη της ΕΕ αλλά και στις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες θέτοντας ταυτόχρονα το ζήτημα της επάρκειας των συναφών ρυθμίσεων της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτό.

2.1. Το ατύχημα στο “Aznalcοllar” [3]

[3] Ορισμένα από τα πραγματικά στοιχεία έχουν ληφθεί από την ανάλυση του World Wildlife Fund (Ταμείο για την Παγκόσμια Άγρια Ζωή) και από την αξιολόγηση που έκανε σχετικά με τις δραστηριότητες καθαρισμού των τοξικών ουσιών που διέρρευσαν στον ποταμό Guadiamar (1998).

Το ατύχημα αυτό συνέβη στις 25 Απριλίου 1998 στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης Boliden-Apirsa η οποία εκμεταλλευόταν ένα ορυχείο στην περιοχή του Aznalcοllar. Η Boliden-Apirsa είχε αγοράσει το ορυχείο το 1987, ενώ η εκμετάλλευση του ορυχείου συνεχιζόταν ήδη επί πολύ μεγάλο αριθμό ετών.

Το ορυχείο παράγει συμπυκνώματα ψευδαργύρου, αργύρου, μολύβδου και χαλκού από τα κοιτάσματα πυριτίου. Το κοίτασμα του πυριτίου, το οποίο επίσης περιλαμβάνει αρσενικό, κάδμιο, θάλλιο καθώς και άλλα μέταλλα, σε χαμηλότερο βαθμό συγκέντρωσης, διασπάζεται στις εγκαταστάσεις της μονάδας και αλέθεται σε σχετικά λεπτούς κόκκους. Στη συνέχεια διαχωρίζονται τα διάφορα μέταλλα από αυτό το σχετικά λεπτόκοκκο κοίτασμα, με τη βοήθεια μιας διαδικασίας επίπλευσης, στο πλαίσιο της οποίας χρησιμοποιείται το νερό, στο οποίο προστίθενται ως καταλύτες ουσίες διοξείδιο του θείου (SO2), υδροξείδιο του ασβεστίου (Ca(OH)2), πενταϋδρίτης θειικός χαλκός και μια οργανική ένωση, για να ενισχυθεί η επίπλευση.

Κατά τη χρονική στιγμή της επέλευσης του ατυχήματος, τα απορρίμματα (τα απόβλητα που προκύπτουν από την προαναφερόμενη παραγωγική διαδικασία) απορρίπτονταν σε μια τεχνητή δεξαμενή (δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων). Πρόκειται για κοινή μέθοδο που εφαρμόζεται για τη διαχείριση και διάθεση αυτού του τύπου αποβλήτων. Η δεξαμενή κάλυπτε επιφάνεια σχεδόν 1,5 km2 και περιέκλειε, κατά τη χρονική στιγμή επέλευσης του ατυχήματος, ποσότητα περίπου 31 εκατ. τόνων λασπολυμάτων. Στην τριγύρω περιοχή είχε ανεγερθεί ένα φράγμα για να συγκρατεί τα απορρίμματα. Το φράγμα αυξανόταν σε τακτικά διαστήματα, στο βαθμό που γινόταν η προσθήκη και άλλων ποσοτήτων απορριμμάτων. Το κύριο υλικό που είχε χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση του φράγματος προερχόταν από τις ίδιες τις μεταλλευτικές δραστηριότητες.

Τη νύχτα μεταξύ της 24ης και 25ης Απριλίου 1998, το φράγμα που περιέβαλε τη δεξαμενή υπέστη ρήγμα σε έκταση περίπου 50 m. Ποσότητα σχεδόν 3 εκατομμυρίων m3 λασπολυμάτων και 4 εκατομμυρίων m3 όξινων υδάτων διέρρευσε στο χώρο γύρω από το φράγμα, με αποτέλεσμα τη ρύπανση έκτασης περίπου 4.500 εκταρίων γης στα όρια του εθνικού δρυμού του Coto Doρana και διέρρευσε επίσης στον ποταμό Guadiamar. Το μεγαλύτερο μέρος των λασπολυμάτων παρέμεινε στην εγγύτερη περιοχή της δεξαμενής, στην οποία συγκεντρώθηκαν επιχωματώσεις ιλύος πάχους μέχρι και 2 μέτρων. Το πάχος των επιχωματώσεων αυτών μειωνόταν προοδευτικά, με μεγάλα τμήματα των μολυσμένων εκτάσεων να καλύπτονται από στρώμα πάχους περίπου 20 cm, το οποίο στη συνέχεια υποχωρούσε εμφανίζοντας κάλυψη ολίγων χιλιοστών. Η διαρροή δεν προκάλεσε ζημιές σε ανθρώπους.

Οι τοπικές, οι επαρχιακές και περιφερειακές αρχές καθώς και ο φορέας εκμετάλλευσης του ορυχείου έλαβαν αμέσως κατεπείγοντα μέτρα για τη συγκράτηση των λασπολυμάτων και της διαρροής των νερών και ιδίως για την προστασία του φυσικού δρυμού του Coto Doρana. Οι εργασίες καθαρισμού συνεχίστηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος του 1998, ενώ έγιναν για άλλη μια φορά πρόσθετες εργασίες καθαρισμού ορισμένων περιοχών μέσα στο 1999. Τα λασπολύματα και οι μολυσμένες εκτάσεις γης μεταφέρθηκαν και απορρίφθηκαν σε ένα παλαιότερο όρυγμα του ορυχείου του Aznalcοllar, στο βόρειο τμήμα της δεξαμενής υποδοχής των απορριμμάτων. Η δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων διέρχεται τη στιγμή αυτή από τη φάση του παροπλισμού. Συνεπεία της αδείας που χορηγήθηκε από την περιφερειακή κυβέρνηση της Ανδαλουσίας, οι εργασίες εξόρυξης μεταλλευμάτων άρχισαν και πάλι το 1999, χρησιμοποιώντας προσωρινά το παλαιό ορυχείο του Aznalcοllar για τη διάθεση των απορριμμάτων.

2.2. Το ατύχημα στην περιοχή “Baia Mare”

Στις 30 Ιανουαρίου το 2000 το φράγμα στο χυτήριο Aurul του ορυχείου εξόρυξης χρυσού της “Baia Mare” στην τοποθεσία Sasar της Ρουμανίας κατέρρευσε. Μια ποσότητα υπολογιζόμενη σε 100.000 m3 λάσπης και λυμάτων με φορτίο 126 mg/λίτρο κυανιούχων ενώσεων εισέρευσε μέσω των διωρύγων αποχέτευσης στον ποταμό Lapus, παραπόταμο του ποταμού Somes (Szamos) και από εκεί εισέδυσε στον ποταμό Tisza και στη συνέχεια στο Δούναβη, σε ένα σημείο πάνω από το Βελιγράδι με τελική απόληξη τη Μαύρη Θάλασσα. Η εντονότατη διασυνοριακή ρύπανση περιέκλειε τη δυνατότητα να έχει σοβαρότατο αρνητικό αντίκτυπο στη βιολογική ποικιλία, τα οικοσυστήματα των ποταμών, την τροφοδοσία των περιοχών με πόσιμο νερό και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαβίωσης του τοπικού πληθυσμού.

Η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας προχώρησαν στη συλλογή δειγμάτων και την ανάλυσή τους. Όπως έδειξαν οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν την 1η Φεβρουαρίου 2000 στην περιοχή Satu Mare επί του Somes, ο ανώτατος βαθμός συγκέντρωσης των κυανιούχων ενώσεων ανερχόταν, σύμφωνα με τα στοιχεία των εκθέσεων, σε 7,8 mg/λίτρο (σε σύγκριση με ανώτατες οριακές τιμές 0,01 mg/λίτρο) για τα επιφανειακά ύδατα. Το κύμα των μολυσμένων ουσιών έκτασης 30-40 χιλιομέτρων αφάνισε τη χλωρίδα και την πανίδα στο κεντρικό τμήμα του ποταμού Tisza, προκαλώντας ζημίες εκατοντάδων χιλιάδων EUR, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις. Τα ίχνη που άφησε η κηλίδα των κυανιούχων ενώσεων μπορούσαν να μετρηθούν στο δέλτα του Δούναβη, 4 εβδομάδες αργότερα και σε απόσταση 2000 km από την πηγή της διαρροής.

Σε μεγάλο μέρος του συστήματος των ποταμών μέχρι την εκβολή του Tisza στο Δούναβη μπορούσε κανείς να παρατηρήσει τα έντονα αποτελέσματα που είναι χαρακτηριστικά για τις ενώσεις του κυανίου: το φυτικό και το ζωικό πλαγκτόν εκμηδενίστηκαν τη στιγμή της διέλευσης της υδάτινης κηλίδας των κυανιούχων ενώσεων και σκοτώθηκαν τα ψάρια που βρέθηκαν στην περιοχή της κηλίδας ή αμέσως μετά τη διέλευσή της. Από τις εκτιμήσεις που έδωσαν οι ουγγρικές αρχές, η συνολική ποσότητα τω ψαριών που σκοτώθηκαν υπερβαίνει τους 1000 τόνους, ενώ οι ρουμανικές αρχές γνωστοποίησαν ότι η ποσότητα των νεκρών ψαριών που είχε αναφερθεί ήταν εξαιρετικά μικρή. Σύμφωνα με τα στοιχεία των γιουγκοσλαβικών αρχών, ένα μεγάλο μέρος των νεκρών ψαριών εμφανίστηκε στο γιουγκοσλαβικό μέρος του ποταμού Tisza. Δεν αναφέρθηκαν περιστατικά σημαντικής εξολόθρευσης των ψαριών στην έκταση του Δούναβη. Οι υδρόβιοι μικροοργανισμοί ανέκαμψαν με ταχύτατους ρυθμούς, ευθύς μετά από την διέλευση της κηλίδας με τις κυανιούχες ενώσεις. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα για την βιοποικιλία θα χρειαστεί να αποδειχθούν από περαιτέρω αναλύσεις. Οι εμπειρογνώμονες στα θέματα του περιβάλλοντος φοβούνται ότι ορισμένα σπάνια και μοναδικά είδη χλωρίδας και πανίδας διατρέχουν σημαντικό κίνδυνο. Ο κίνδυνος αυτός ελλοχεύει για παράδειγμα για τους πέντε ψαραετούς που ζουν στον εθνικό δρυμό του Hortobagy στην Ουγγαρία. Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η ακριβής ζημία που προκλήθηκε από το ατύχημα, καθώς ο ποταμός είχε ήδη υποστεί τη μακροπρόθεσμη χρόνια ρύπανση που προκαλείται από τις δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων στην περιοχή αυτή.

Η έγκαιρη ανταλλαγή των πληροφοριών και τα προληπτικά μέτρα που έλαβαν οι ρουμανικές, ουγγρικές και γιουγκοσλαβικές αρχές, συμπεριλαμβανομένου του προσωρινού κλεισίματος του φράγματος στη λίμνη του Tisza, μετρίασαν και περιόρισαν τον κίνδυνο και τις επιπτώσεις της διαρροής. Η υδροδότηση των δύο μεγαλύτερων πόλεων κατά μήκος του ποταμού Tisza, του Szolnok (με 120.000 κατοίκους) και του Szeged (με 206.000 κατοίκους) δεν κινδύνευσε, λόγω των άμεσων μέτρων που έλαβαν οι τοπικές αρχές.

Τα χωριά κοντά στον τόπο του ατυχήματος τροφοδοτήθηκαν από εναλλακτικές πηγές ύδρευσης, αλλά δεν ενημερώθηκαν αρκετά έγκαιρα σχετικά με τη διαρροή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς. Δεν επηρεάστηκε η υδροδότηση με πόσιμο νερό στο κάτω σκέλος του ποταμού, λόγω της χρήσης εναλλακτικών πηγών και φρεατίων σε μεγάλο βάθος. Κατά συνέπεια, οι άμεσοι κίνδυνοι από αυτή την πηγή διαρροής για την ανθρώπινη υγεία φαίνεται να ήταν ελάχιστοι. Όμως, είναι πιθανόν να υπάρξουν χρόνιες επιπτώσεις για την υγεία, εξ αιτίας της μακροπρόθεσμης ρύπανσης από τα βαρέα μέταλλα.

Η διαρροή έπληξε μια περιοχή, η οποία έχει ήδη μολυνθεί από τα βαρέα μέταλλα. Αυτό οφείλεται στη μακραίωνη παράδοση των διαδικασιών εξόρυξης ορυκτών και επεξεργασίας μετάλλων. Τα μέρη στο άνω τμήμα των ποταμών που παρέμειναν ανεπηρέαστα από αυτή την ειδικότερη διαρροή ενεφάνιζαν επίσης υψηλή περιεκτικότητα σε ορισμένα βαρέα μέταλλα. Το ατύχημα συνέβη λοιπόν σε μια περιοχή που αριθμεί ορισμένες μονάδες, οι οποίες συντηρούνται και λειτουργούν ανεπαρκώς και δεξαμενές διαχωρισμού που περιέχουν ενώσεις κυανίου και/ή βαρέα μέταλλα, πολλές από τις οποίες εμφανίζουν συνεχείς διαρροές. Είναι πιθανόν η ρύπανση των επιφανειακών και υπογείων υδάτων, καθώς και των εδαφών, εξ αιτίας της συνεχιζόμενης διαρροής ή της επέλευσης σοβαρότατων ατυχημάτων να συντελεσθεί και να επανεμφανιστεί.

3. Άμεσες δραστηριότητες ανάληψης έμπρακτων συνοδευτικών μέτρων

Έπειτα από τη προκαταρκτική εξέταση των συνεπειών που είχε το ατύχημα στην περιοχή της “Baia Mare” κρίθηκε αναγκαία η λήψη των εξής μέτρων, προς αντιμετώπιση του συνεχιζόμενου κινδύνου ρύπανσης από τις δραστηριότητες εξόρυξης μεταλλευμάτων:

-Της συγκρότησης μιας διεθνούς επιτελικής ομάδας, υπό την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

-Της παροχής άμεσης τεχνικής βοήθειας στις ουγγρικές και στις ρουμανικές αρχές

-Της αξιολόγησης των αναγκών χορήγησης χρηματοοικονομικής υποστήριξης, με βάση την εκτίμηση των ζημιών και τη σκιαγράφηση των έργων αποκατάστασης

-Της ενίσχυσης του δυναμικού προστασίας των πολιτών της ΕΕ

-Της επέκτασης της εκπονούμενης μελέτης της Επιτροπής για τα ζέοντα περιβαλλοντικά προβλήματα της βιομηχανίας εξόρυξης μεταλλευμάτων, για να συμπεριληφθούν και οι υποψήφιες χώρες

-Της επανεξέτασης και της πιθανής αναπροσαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας της ΕΕ

-Της επιτάχυνσης των διεργασιών προπαρασκευής της νομοθεσίας για την περιβαλλοντική ευθύνη.

Η Επιτροπή βρίσκεται εξάλλου σήμερα στη φάση της συλλογής πληροφοριών από τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και από τις χώρες που είναι υποψήφιες να προσχωρήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τον αριθμό, την τοποθεσία και το δυναμικό την εγκαταστάσεων που προβαίνουν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων των θειούχων ενώσεων και στην επεξεργασία των ορυκτών που περιέχουν χρυσό, χρησιμοποιώντας στη διαδικασία αυτή τις κυανιούχες ενώσεις. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να διερευνηθεί κατά πόσο οι δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων που χρησιμοποιούνται στις εγκαταστάσεις αυτές διαχειρίζονται με τον ορθό τρόπο ή εάν προκαλούν περιβαλλοντικούς κινδύνους, μέσω της χρόνιας ρύπανσης και/ή με την ύπαρξη υψηλού κινδύνου αποτυχίας των μέτρων.

3.1. Η επιτελική μονάδα “Baia Mare”

Επικεφαλής της επιτελικής αυτής ομάδας είναι ο εκπρόσωπος που διορίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα έξι μέλη της είναι υπάλληλοι ανωτάτου επιπέδου της Επιτροπής της ΕΕ και διεθνών, περιφερειακών και εθνικών οργανισμών προστασίας του περιβάλλοντος. Η γραμματεία της επιτελικής ομάδας είναι στη Βιέννη, στα γραφεία της επιτροπής προστασίας του ποταμού Δούναβη.

Η επιτελική ομάδα είναι επιφορτισμένη με την αποστολή να διακριβώσει τί ακριβώς έγινε, να εκτιμήσει τις ζημίες και να προτείνει τη λήψη μέτρων προς αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων. Η επιτροπή θα προτείνει επίσης τη λήψη μέτρων για να ενημερωθεί πλήρως το κοινό σχετικά με την κατάσταση αυτή. Για να αποτραπεί κάθε άλλο παρόμοιο ατύχημα στο μέλλον, η επιτελική ομάδα θα εντοπίσει τα πιθανά ζέοντα σημεία στη λεκάνη του ποταμού Δούναβη και θα υποβάλει αντίστοιχες συστάσεις για τον περιορισμό των κινδύνων.

Η πρώτη συνεδρίαση της επιτελικής ομάδας έγινε το Μάρτιο 2000 στις Βρυξέλλες, στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, η επιτελική ομάδα συμφώνησε σχετικά με τις πρακτικές επιπτώσεις που συνεπάγεται η εντολή της:

-Να διαπιστώσει τί πραγματικά συνέβη και να αναγνωρίσει τα αίτια των διαρροών, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.

-Να αξιολογήσει τις ζημίες και να προτείνει τη λήψη μέτρων προς αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων. Η επιτελική ομάδα θα υιοθετήσει τη μακροπρόθεσμη άποψη σχετικά με τα αναγκαία μέτρα που πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή προς αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας των θιγόμενων περιοχών. Δεν της επιτρέπεται να εμπλακεί σε οποιαδήποτε διαδικασία εξέτασης του ενδεχόμενου καταβολής «αποζημιώσεων», υπό τη μορφή αυτή.

-Να μεριμνήσει για την ενημέρωση του κοινού, ακολουθώντας τη διττή διαδικασία επικοινωνίας, μέσω της συνεργασίας με τις καθιερωμένες και αναγνωρισμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ).

-Να εντοπίσει οποιαδήποτε άλλα «ζέοντα προβλήματα» που αντιμετωπίζουν οι βιομηχανίες μεταλλευμάτων και εξόρυξης.

-Να κάνει υποδείξεις για τον περιορισμό των περαιτέρω κινδύνων και, στην περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο, να διατυπώσει συστάσεις κατά πόσο (κατά τη γνώμη των μελών της επιτελικής ομάδας) το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο είναι επαρκές.

Η έκθεση των ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ (UNEP)/(OCHA), στην οποία παρατίθενται τα πορίσματα των επιτόπιων εξετάσεων εξετάσθηκε από την επιτελική ομάδα, κατά τη δεύτερη συνεδρίασή της η οποία πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο 2000. Η επιτελική ομάδα πραγματοποίησε μέχρι σήμερα έξι συνεδριάσεις.

Ανταποκρινόμενη σε ένα μέρος της εντολής της, η επιτελική ομάδα δημοσίευσε τον Αναλυτικό κατάλογο των χώρων υψηλού κινδύνου στους βιομηχανικούς κλάδους της εξόρυξης μεταλλευμάτων, των εξορυκτικών εργασιών και της επεξεργασίας κοιτασμάτων στη λεκάνη του ποταμού Tizsa (http://europa.eu.int/comm/environment/enlarg/home.htm).

Η τελική έκθεση της επιτελικής ομάδας θα δοθεί στο κοινό στα τέλη του 2000. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία εξόρυξης μεταλλευμάτων προσφέρθηκε να βοηθήσει την επιτελική ομάδα.

3.2. Η έκθεση της ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ (UNEP)/(OCHA) σχετικά με τη διαρροή κυανιούχων ενώσεων στη Baia Mare/Ρουμανία

Έπειτα από τα αιτήματα που υπέβαλαν οι κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) και συνεπεία των διαβουλεύσεων που πραγματοποιήθηκαν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς και με την Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για τον συντονισμό των ανθρωπιστικών υποθέσεων (ΥΗΕΣΑΥ) (OCHA), τον εκτελεστικό διευθυντή του προγράμματος για το περιβάλλον των Ηνωμένων Εθνών (ΠΠΗΕ) (UNEP) στις 18 Φεβρουαρίου του 2000 ανακοινώθηκε ότι θα στελλόταν μια ομάδα διεθνών εμπειρογνωμόνων στην πληγείσα περιοχή, με εντολή να διεξαγάγει επιστημονικές αναλύσεις για τις περιβαλλοντικές ζημίες που προκλήθηκαν από τις διαρροές.

Η αποστολή αυτή αποτέλεσε κοινό έργο των ΠΠΗΕ και ΥΗΕΣΑΥ, την οργανωτική ευθύνη του οποίου είχε η μικτή περιβαλλοντική μονάδα των ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ με επικεφαλής τον διευθυντή της περιφερειακής υπηρεσίας του ΠΠΗΕ για την Ευρώπη. Τα βασικά καθήκοντα που της ανατέθηκαν συμπεριλάμβαναν την ανεξάρτητη, αλλά και επιστημονική περιγραφή της διαρροής, της κατάστασης και των περιστατικών που την προκάλεσαν, την περισυλλογή και επανεξέταση των στοιχείων σε συνάρτηση με τη διαρροή και των περιβαλλοντικών της επιπτώσεων και την προετοιμασία των συστάσεων που θα υποβάλλονταν για τη λήψη μέτρων και την προληπτική αντιμετώπιση των περιστατικών στο μέλλον.

Η αποστολή αυτή αποτέλεσε χρήσιμο παράδειγμα για τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων οργανισμών και το ταχύρυθμο έργο της αξιολόγησης με τη συμμετοχή πολυάριθμων εμπλεκόμενων επιστημονικών κλάδων. Η αποστολή ήταν περιορισμένη στο εύρος, το πεδίο εφαρμογής και τη χρονική περίοδο εκτέλεσής της, με αποτέλεσμα να μην έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να δώσει την πλήρη επισκόπηση της κατεπείγουσας κατάστασης και των επιπτώσεών της. Εκείνο που κατά κύριο λόγο αντιπροσώπευε, ήταν η περιβαλλοντική συμβολή στο έργο των διεθνών ερευνών και της επανεξέτασης, μεταξύ άλλων, από την επιτελική ομάδα για τη Baia Mare.

Η αποστολή αυτή που διήρκησε από τις 23 Φεβρουαρίου έως τις 6 Μαρτίου 2000, συνδύασε τα καθήκοντα της δειγματοληψίας, των αναλύσεων, της πραγματοποίησης συνεντεύξεων με τους αρμόδιους εθνικούς και τοπικούς εμπειρογνώμονες, αλλά και της διεξαγωγής των διαβουλεύσεων με τις εθνικές αρχές, το θιγόμενο πληθυσμό και τις τοπικές μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ).

Μέσα σε βραχύτατο χρονικό διάστημα επελέγησαν εμπειρογνώμονες από επτά χώρες (την Αυστρία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και την Ελβετία) με αποστολή να ταξιδεύσουν στις πληγείσες περιοχές. Το φάσμα των ειδικών προσόντων των εμπειρογνωμόνων που συμμετείχαν στην ομάδα κάλυπτε τους τομείς της χημείας, της οικο-τοξικολογίας, της βιολογίας, των μηχανολογικών εφαρμογών παραγωγής και των έργων φραγμάτων πολιτικού μηχανικού.

Τα μέλη της ομάδας συναντήθηκαν στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας και στη συνέχεια ταξίδευσαν στην τοποθεσία όπου προκλήθηκε το ρήγμα στη Baia Mare, πριν διασχίσουν τα σύνορα και περάσουν στην Ουγγαρία, ακολουθώντας τον ρου του συστήματος των ποταμών μέχρι τα σύνορα της ΟΔΓ. Τέλος, συγκεντρώθηκαν δείγματα κατά μήκος του Δούναβη στην ΟΔΓ. Το έργο της αποστολής διαχωρίστηκε σε επτά καίριους τομείς ερευνών:

-Το έργο της κατασκευής του φράγματος και τις μεθόδους διαχείρισης, για να γίνει κατανοητό πώς επήλθε το ρήγμα

-Τα συστήματα σχεδιασμού για την αντιμετώπιση κατεπειγόντων περιστατικών και την έγκαιρη προειδοποίηση

-Τις επιπτώσεις στα θέματα της ύδρευσης με πόσιμο νερό για εκείνους τους δήμους και κοινότητες, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεαστούν από τη μόλυνση των πηγών των υπογείων υδάτων και του κοινόχρηστου συστήματος τροφοδοσίας με πόσιμο νερό

-Την ποιότητα των επιφανειακών υδάτων, τομέα που συμπεριλαμβάνει τις χημικές, βιολογικές και οικο-τοξικολογικές επιπτώσεις

-Τις επιπτώσεις για τα ιζήματα και το έδαφος, ιδίως μάλιστα σε συνάρτηση με την έκλυση βαρέων μετάλλων

-Τις μεθόδους περισυλλογής των δειγμάτων και πραγματοποίησης των αναλύσεων που εφάρμοσαν οι διάφορες τοπικές και εθνικές αρχές, με στόχο την εξέταση των πιθανών αντιφατικών αποκλίσεων κατά τη μέτρηση της μόλυνσης

-Τη διεξαγωγή συνεντεύξεων και την πραγματοποίηση επαφών με τις τοπικές αρχές, τις ΜΚΟ και τους εκπροσώπους του πληθυσμού, για να εκτιμηθούν οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, καθώς και οι επιπτώσεις των διαρροών.

Η έκθεση της αποστολής αξιολόγησης των ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ δημοσιεύθηκε στα τέλη Μαρτίου 2000 και μπορεί να μεταγραφεί από την ιστοθέση: http://www.natural-resources.org/environment/BaiaMare/index.htm).

4. Το ατύχημα της “Baia Mare” από τεχνική άποψη – Περιγραφή του έργου και άντληση διδαγμάτων

Στο κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνεται η περιγραφή της εταιρείας και του έργου. Χωρίς να προδικαστούν τα πορίσματα της επιτελικής ομάδας για τη Baia Mare, εντοπίζονται οι πιθανότεροι λόγοι που οδήγησαν στη διαρροή των κυανιούχων ενώσεων καθώς και τα πιθανά διδάγματα που είναι δυνατόν να αντληθούν από το ατύχημα.

4.1.1. Περιγραφή της εταιρείας

Η εταιρεία που εκμεταλλευόταν την μονάδα επεξεργασίας των εξαντλημένων απορριμμάτων των εργασιών εξόρυξης μεταλλευμάτων στην τοποθεσία της Baia Mare, στη Ρουμανία, φέρει την ονομασία Aurul S.A. Πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, η οποία είναι κατά κύριο λόγο ιδιοκτησία της Esmeralda Exploration Limited της Αυστραλίας (σε ποσοστό 50%) και της εταιρείας Remin (κρατικής ρουμανικής ιδιοκτησίας) (σε ποσοστό 44.8%). Η Esmeralda είναι εταιρεία μικρού μεγέθους η οποία τη στιγμή αυτή ασκεί τις δραστηριότητές της μόνο σε αυτή τη μονάδα της Baia Mare. Έπειτα από το ατύχημα, η Esmeralda τέθηκε από το καθεστώς της αναγκαστικής διαχείρισης.

4.1.2. Περιγραφή του έργου

Η παλαιότερη παραγωγή κοιτασμάτων μετάλλου στην περιοχή της Baia Mare από την εταιρεία Remin είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη τεράστιων ποσοτήτων απορριμμάτων με χαμηλή περιεκτικότητα σε χρυσό και άργυρο. Τα φράγματα αυτά περιορίζουν την περαιτέρω αστική ανάπτυξη της πόλης και αποτελούν επίσης την αιτία της πρόκλησης σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων. Οι σωροί των απορριμμάτων βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης και ρύπαιναν τόσο τα επιφανειακά, όσο και τα υπόγεια ύδατα, ενώ προκαλούσαν επίσης τη δημιουργία χαμηλών σύννεφων σκόνης – ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Το έργο δημιουργήθηκε, ως εκ τούτου, με σκοπό τον καθαρισμό των χώρων, με τη δημοσίευση της σχετικής διεθνούς προκήρυξης προς υποβολή προσφορών.

Προορισμός του “Σχεδίου επανεπεξεργασίας των απορριμμάτων της Baia Mare” ήταν η επεξεργασία 2.500.000 τόνων/έτος από τους σωρούς των απορριμμάτων που είχαν απομείνει από τις εξορυκτικές δραστηριότητες κατά το παρελθόν. Για να είναι διαθέσιμες οι ποσότητες αυτές για τη διαδικασία έκπλυσης του χρυσού, οι σωροί ραντίζονταν με πίδακες νερού, ούτως ώστε ο υδαρής γεωπολτός να μπορεί να διοχετεύεται με αντλίες σε ένα συμπυκνωτή. Από εκεί, ο υδαρής γεωπολτός διοχετευόταν στην εγκατάσταση σύνθλιψης με τριβείς, κυρίως για να λειαίνεται η επιφάνεια, κατά τρόπο ώστε η κυανίωση να είναι αποτελεσματικότερη. Το λεπτό στρώμα του γεωπολτού από το κοίτασμα και το νερό εισερχόταν κατόπιν στην αποκαλούμενη μονάδα ενανθρακωμένου πολτού (Carbon-in-Pulp (CIP)).

Τα κατάλοιπα από τη διαδικασία CIP διοχετεύονταν με αντλίες από τη μονάδα στη δεξαμενή υποδοχής των λυμάτων που βρίσκεται 7 χιλιόμετρα περίπου νοτίως της τοποθεσίας Baia Mare στην περιοχή του χωριού Sasar. Πριν ξεκινήσει η διαδικασία της εκμετάλλευσης, κατασκευάστηκε μια νέα δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων έκτασης 96 εκταρίων με την ανύψωση φραγμάτων από επιχωματώσεις ο πυθμένας των οποίων περιβαλλόταν από προστατευτική στεγανή μεμβράνη. Η κατασκευή απαρτιζόταν από το εσωτερικό ανάχωμα και από ένα εξωτερικό ανάχωμα, μικρότερου ύψους. Προορισμός του εξωτερικού αναχώματος δεν ήταν η περισυλλογή του νερού των διαρροών, αλλά πολύ περισσότερο η περισυλλογή των διασταλαζόντων αποπλυμάτων και του νερού της βροχής που εκβράζονταν από το εσωτερικό ανάχωμα.

Ευθύς μόλις άρχισαν οι εργασίες λειτουργίας, το χονδρόκοκκο σκέλος των απορριμμάτων χρησιμοποιήθηκε για να συνεχιστεί η κατασκευή του φράγματος. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκε μια σειρά διατάξεων φυγοκεντρισμού του νερού, παραταγμένη κατά μήκος της κορυφής του φράγματος των απορριμμάτων. Το λεπτόκοκκο μέρος των απορριμμάτων, μαζί με το νερό που είχε χρησιμοποιηθεί διοχετεύονταν στη δεξαμενή υποδοχής των λυμάτων κάτω από το φράγμα. Μόλις είχε συντελεστεί η καθίζηση του υδαρούς γεωπολτού στον πυθμένα, το νερό της μετάγγισης ανακυκλωνόταν και διοχετευόταν εκ νέου στη διαδικασία της έκπλυσης, με στόχο την ελαχιστοποίηση της συνολικής χρήσης κυανιούχων ενώσεων στη διαδικασία.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Γραφική παράσταση 1. Εγκάρσια διατομή της δεξαμενής υποδοχής απορριμμάτων (Freeboard: Ελεύθερο ύψος στάθμης ; Beach: Ακτή)

Συνοψίζοντας, η δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων επιτελούσε, από ορισμένες απόψεις, παρόμοιο ρόλο με το σωρό των μεταλλευμάτων ή τη χωματερή, όπου απορρίπτεται το κονιοποιημένο μετάλλευμα. Μόλις η δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων είχε φτάσει στο τελικό της σχήμα και όγκο, το απομένον νερό θα απομακρυνόταν με άντληση ή θα εξατμιζόταν.

4.1.3. Συνθήκες διαρροής

Υπό την επίδραση των ακραίων καιρικών συνθηκών (πάγος και χιόνι κάλυπταν τη δεξαμενή των απορριμμάτων, μεγάλο ύψος βροχοπτώσεων – 36 l/m2), τα απορρίμματα που είχαν εναποτεθεί στο εσωτερικό ανάχωμα διαποτίστηκαν από το νερό. Η σταθερότητά τους επηρεάστηκε, πράγμα που προκάλεσε την επιτόπια μετακίνησή τους και είχε ως συνέπεια την πρόκληση ρήγματος περίπου 23 m. Το νερό που διοχετεύθηκε από το ρήγμα πλημμύρισε την περιοχή μεταξύ των δύο αναχωμάτων και διέφυγε με υπερεκχείλιση του εξωτερικού αναχώματος.

4.1.4. Άντληση διδαγμάτων από το ατύχημα

Εκείνο που οφείλει να σημειωθεί είναι ότι η χρήση των κυανιούχων ενώσεων αποτελεί τη στιγμή αυτή την προτιμώμενη μέθοδο τόσο για περιβαλλοντικούς, όσο και για οικονομικούς λόγους, για την επεξεργασία χρυσοφόρων κοιτασμάτων και αποτελεί κοινή πρακτική που εφαρμόζεται σε όλο τον κόσμο. Ο σχεδιασμός και η διαχείριση των δεξαμενών υποδοχής απορριμμάτων, είτε τελεί σε σχέση με τις δραστηριότητες εξόρυξης χρυσού, είτε με άλλες εξορυκτικές δραστηριότητες, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες που επικρατούν στο συγκεκριμένο ειδικό χώρο. Ο χώρος αυτός ενδέχεται να συμπεριλαμβάνει τα γήπεδα, καθώς και ορυκτολογικά στρώματα στα οποία είναι δυνατόν να κατασκευαστεί η δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων, τον τύπο των αποβλήτων και τις κλιματικές συνθήκες.

Η εταιρεία Aurul S.A. ανακύκλωνε το νερό που εμπεριέχει τις κυανιούχες ενώσεις σε ένα «κλειστό κύκλο παραγωγής». Η Aurul S.A. αποφάσισε να προτιμήσει την επιλογή του «κλειστού κύκλου παραγωγής», για να εξοικονομήσει το κόστος των χημικών ουσιών εξουδετέρωσης και των κυανιούχων ενώσεων. Συνεπεία αυτού, η δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων συνιστά κίνδυνο, στο βαθμό που εξακολουθεί να περιέχει κυανιούχες ενώσεις σε υψηλά επίπεδα. Όπως έχουν εκτιμήσει οι ρουμάνοι εμπειρογνώμονες, ποσότητα περίπου 120 τόνων κυανιούχων ενώσεων διέρρευσε στον ποταμό.

Όταν οι δεξαμενές υποδοχής απορριμμάτων λειτουργούν στη φάση έπειτα από την επεξεργασία των χρυσοφόρων κοιτασμάτων μέσω της διαδικασίας της κυανίωσης, οι κυανιούχες ενώσεις είναι δυνατόν να καταστραφούν με την προσθήκη, για παράδειγμα, υποχλωριδικού σοδίου, πριν το νερό αντληθεί από κοινού με τα κατάλοιπα και διοχετευθεί στη δεξαμενή υποδοχής των απορριμμάτων. Έπειτα από την ιζηματοποίηση των απορριμμάτων, το νερό είτε αποχετεύεται είτε διοχετεύεται και πάλι στη διαδικασία και ανακατεύεται με τις ενώσεις του κυανίου. Το προφανέστερο μέτρο για την αποτροπή ατυχημάτων, στην περίπτωση που η δεξαμενή περιέχει υπέρμετρες ποσότητες νερού, είναι να εξασφαλίζεται ότι το φράγμα έχει σχεδιαστεί σωστά και ότι έχει ανεγερθεί με τα κατάλληλα υλικά, για να είναι σε θέση να αντέξει το προβλέψιμο φορτίο. Η πρόβλεψη της πρόσθετης βοηθητικής συγκράτησης αποτελεί δευτερεύον μέτρο με σκοπό τη μείωση των επιπτώσεων που θα υπάρξουν για το περιβάλλον στην περίπτωση της κατάρρευσης του φράγματος και στις περιπτώσεις που η υγρή μάζα των απορριμμάτων της δεξαμενής είναι περισσότερο επικίνδυνη, όπως για παράδειγμα σε εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν γίνεται καμία επεξεργασία των κυανιούχων ενώσεων, οι συνέπειες της διαρροής είναι μεγαλύτερες με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η λήψη τέτοιων περαιτέρω μέτρων.

Η δημιουργία πρόσθετων δυνατοτήτων εναποθήκευσης μπορεί να επιτευχθεί με την ανέγερση πρόσθετων φραγμάτων, με σκοπό την περισυλλογή του νερού που διαρρέει. Στα άλλα μέτρα συμπεριλαμβάνεται και η δυνατότητα της απόρριψης των πρόσθετων μαζών του νερού από τη δεξαμενή, ούτως ώστε να χαμηλώσει η στάθμη του νερού στη δεξαμενή, στις περιπτώσεις που η στάθμη του νερού ανυψώνεται απότομα, εξ αιτίας του μεγάλου ύψους των βροχοπτώσεων. Εξάλλου, τόσο για τη διαχείριση, όσο και για τη συνεχιζόμενη ενίσχυση των ποσοτήτων στη δεξαμενή υποδοχής απορριμμάτων απαιτείται η καταβολή μεγάλης προσοχής, ιδίως σε ό,τι αφορά την ισορροπία μεταξύ των στερεών ουσιών και του νερού εντός του φράγματος και του τρόπου με τον οποίο η ισορροπία αυτή επηρεάζεται, για παράδειγμα, λόγω του μεγάλου ύψους των βροχοπτώσεων. Η διαχείριση αυτή συνεπάγεται τη στενή παρακολούθηση του μεγέθους της «ακτής» (δηλαδή της περιοχής που εκτείνεται από την κορυφή του εσωτερικού αναχώματος μέχρι τη στάθμη του νερού, βλ. σχετικά στη γραφική παράσταση 1), καθώς και του «ελεύθερου ύψους της στάθμης» (δηλαδή της διαφοράς μεταξύ της κορυφής του φράγματος και του επιπέδου του νερού, βλ. στη γραφική παράσταση 1). Επιπλέον, το ατύχημα αποτελεί επίσης υπενθύμιση για το γεγονός ότι κατά το σχεδιασμό και τη διαχείριση των δεξαμενών υποδοχής απορριμμάτων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι χειρότερες προβλέψιμες καιρικές συνθήκες, όπως οι μεγάλες βροχοπτώσεις ή το χιόνι, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζεται η λειτουργία της δεξαμενής από τις θερμοκρασίες υπό το μηδέν. Οι προτάσεις αυτές μας δίνουν μια ιδέα το τί μπορούσε να είχε γίνει κατά το σχεδιασμό και την λειτουργία της δεξαμενής υποδοχής των απορριμμάτων για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου επέλευσης ενός ατυχήματος.

Τέλος, ένα νευραλγικό ζήτημα που τονίσθηκε από το ατύχημα ήταν και η επιρροή που ασκούν οι αναποτελεσματικές διαδικασίες χορήγησης των σχετικών αδειών και της επιβολής των ρυθμίσεων καθώς και των δυνατοτήτων δημιουργίας των περιστάσεων υπό τις οποίες υπάρχει το ενδεχόμενο να έχουν ανεγερθεί φράγματα που εμφανίζουν λάθη σχεδιασμού και να τους έχει δοθεί η άδεια λειτουργίας. Σύμφωνα με την έκθεση ΠΠΗΕ/ΥΗΕΣΑΥ, στη μονάδα αυτή είχαν χορηγηθεί 22 μεμονωμένες άδειες στους τομείς του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, πριν επιτραπεί η έναρξη λειτουργίας της. Επτά χρόνια χρειάστηκαν, συνολικά, για να εκδοθούν οι αντίστοιχες άδειες. Στη Ρουμανία, εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα πρόβλημα ότι δεν υπάρχει κανένας πραγματικός συνολικός συντονισμός μεταξύ των πολυάριθμων διαφορετικών οργανισμών που συμμετέχουν στη διαδικασία της έκδοσης των αδειών, ενώ εξίσου προβληματικό είναι και το γεγονός ότι μια μόνη οργάνωση είναι σε θέση να προβαίνει σε επίβλεψη του συνολικού φάσματος των ρυθμιστικών και τεχνικών πτυχών. Πράγματι, μεγάλη είναι η ανησυχία ότι και σε άλλες υφιστάμενες εγκαταστάσεις, σε ένα ευρύτατο φάσμα βιομηχανικών κλάδων στις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες μπορεί να έχει ασκηθεί με ανεπαρκή τρόπο ο ρυθμιστικός έλεγχος, με αποτέλεσμα οι μονάδες αυτές να αποτελούν τη στιγμή αυτή κίνδυνο από την άποψη του περιβάλλοντος και της υγείας. Συνεπεία αυτού, θα χρειαστεί να εξετασθεί για άλλη μια φορά η ανάγκη βελτίωσης των υφιστάμενων διαδικασιών χορήγησης των αντίστοιχων αδειών και ενίσχυσης, επίσης, των πόρων και του δυναμικού που διαθέτουν οι ενεχόμενοι ρυθμιστικοί φορείς.